Το δικό μου κανάλι

Το δικό μου κανάλι
You tube

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Σεβντίκιοϊ. Το ηρωικό χωριό της Σμύρνης, που άρπαξε τα όπλα από τον υποχωρούντα ελληνικό στρατό για να αντισταθεί στους τούρκους...

 

Το Σεβντίκιοϊ αριθμούσε 8.000 Έλληνες κατοίκους... 

Η καταστροφή της Σμύρνης ξεκίνησε επτά ημέρες μετά 

την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού 

στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά την

είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Μουσταφά 

Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη. Οι Έλληνες που 

ζούσαν στα περίχωρα εγκατέλειψαν πρώτοι τα σπίτια 

τους και μέσα σε καθεστώς πανικού αναζήτησαν σωτηρία 

στο λιμάνι. Στον αντίποδα, μερικά χιλιόμετρα νοτιότερα,

 ένα «γαλατικό χωριό» αρνούνταν να παραδοθεί. 

Οι κάτοικοί του προτίμησαν να πέσουν ηρωικά, 

υπερασπιζόμενοι τον τόπο τους.... 

 

Το Σεβντίκιοϊ ήταν ένα από τα πιο γραφικά και φημισμένα χωριά της Σμύρνης. Κτισμένο 

περίπου 12 χιλιόμετρα νότια του λιμανιού, ανάμεσα σε εύφορους λόφους, δάση και γόνιμες

κοιλάδες, αριθμούσε -μέχρι το 1922- περίπου 8.000 κατοίκους, σχεδόν όλοι Έλληνες....

Χάρη στο φυσικό του κάλλος και στο μεσογειακό κλίμα, πολλοί πρόξενοι, Ευρωπαίοι ευγενείς, αλλά και πλούσιοι Ρωμιοί είχαν επιλέξει το Σεβντίκιοϊ για να χτίσουν πολυτελείς εξοχικές κατοικίες. Γι’ αυτό και εκ πρώτης όψεως, το χωριό έδινε την εντύπωση ενός πολύ εύπορου προαστίου. Και παρότι είναι γεγονός πως κατά κανόνα οι ντόπιοι ζούσαν άνετα, στην πλειοψηφία τους ήταν αγρότες.... 


Πάσχα στο Σεβντίκιοϊ της Σμύρνης το έτος 1906. Την φωτογραφία δημοσίευσε ο Τάκης Ρουμελιώτης στην ομάδα ΣΕΒΔΙΚΙΟΪ (SEVDIKIOI)- Το λεβέντικο χωριό της Σμύρνης. Οι Σεβντικιαλήδες είχαν έθιμο να γιορτάζουν την δεύτερη μέρα της Ανάστασης. Τότε γινόταν το μεγάλο λαμπριάτικο πανηγύρι ξακουστό σε όλη την περιοχή της Σμύρνης....

Οι προκομένοι Σεβντικιαλήδες

Η περιοχή διακρινόταν για την εύφορη γη της και οι Σεβντικιαλήδες είχαν φροντίσει να την εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Ενδεικτικά, στις αρχές του 20ου αιώνα, το χωριό εξήγαγε 4.000 τόνους δημητριακών, 2.320 τόνους λάδι, 1.000 τόνους καπνά, 600 τόνους κρασί μπρούσκο, καθώς και άφθονα φρούτα και λαχανικά. Η κτηνοτροφία ήταν εξίσου ανεπτυγμένη, με συνολικό κεφάλαιο 30.000 ζώων και καλή παραγωγή τυριού, δέρματος και μαλλιού. Υπήρχαν, ακόμα, λαδόμυλοι, αλευρόμυλοι, 7 ταβέρνες που έβγαζαν δικά τους ποτά, αλλά και κάθε λογής εργαστήρια για γεωργικά ή είδη καθημερινής ανάγκης. Τέλος, τα τοπικά ορυχεία εφοδίαζαν με μόλυβδο και λιγνίτη τα εργοστάσια της Σμύρνης....

Πριν από την Καταστροφή

Οι αναταραχές και οι ελληνοτουρκικές εντάσεις στη Μικρά Ασία επηρέασαν την ήρεμη ζωή του χωριού. Την περίοδο 1908-1919, το Σεβντίκιοϊ δοκιμάστηκε από άτακτες επιδρομές Τούρκων ενόπλων που λήστευαν, εκβίαζαν, απήγαγαν, ακόμα και δολοφονούσαν τους ντόπιους. Στα χέρια τους βρήκε μαρτυρικό θάνατο ο Κώστας Κόκκινος, ο τότε δήμαρχος του χωριού. Οι Σεβντικιαλήδες όμως, πέρα από την εργατικότητα, διακρίνονταν και για τη γενναιότητα και τον πατριωτισμό τους. Άλλωστε, το γεγονός ότι το χωριό ήταν αμιγώς ελληνικό είχε επιτρέψει τη διατήρηση των θρησκευτικών εθίμων και των εθνικών εορτασμών -ακόμα και της 25ης Μαρτίου-, συμβάλλοντας στη συσπείρωση των ντόπιων. Όταν τον Μάη του 1919 ο Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, οι κάτοικοι του χωριού τους υποδέχθηκαν πανηγυρικά, ως ελευθερωτές. Μάλιστα, ορισμένοι βρήκαν την ευκαιρία να προβούν σε αντίποινα κατά των Τούρκων, καίγοντας κάποια δημόσια κτίρια. Από την άλλη αρκετοί θέλησαν να καταταγούν στο στρατό και να πολεμήσουν στο μέτωπο.... 

Μαζική προσέλευση εθελοντών από το Σεβντίκιοϊ για κατάταξη στον ελληνικό στρατό....

Το ηρωικό τέλος 

Περί τα τέλη του Αυγούστου, η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία είχε γίνει γνωστή στη Σμύρνη. Πολλοί κάτοικοι των περιχώρων είχαν ήδη αρχίσει να μετατοπίζονται προς το λιμάνι αναζητώντας τρόπο διαφυγής. Στο Σεβντικιόϊ τα νέα ότι όλη η πόλη ήταν περικυκλωμένη από Τούρκους που αργά ή γρήγορα θα εισέβαλαν, τα έφερε το τάγμα του συνταγματάρχη Ζεγγίνη. 

Όπως αφηγείται ο δημοσιογράφος Γιάννης Καψής στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες»:... 


Μόλις έμαθαν, ότι έφθασε ο Στρατός μας, οι Σεβδικιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους. Ξεχύθηκαν, όχι για να τους χειροκροτήσουν – να τους εμψυχώσουν προσπάθησαν. –Πού πάτε, βρε παλικάρια; τους φώναξαν. Τους Τούρκους, μωρέ φοβάστε; Ρωτήστε εμάς. Θύμιζε αρχαία ελληνική τραγωδία η διέλευση των ανδρών του Ζεγγίνη από το Σεβδίκιοϊ – ήταν σπαρακτικό το θέαμα. Περνούσαν με σκυφτό το κεφάλι οι στρατιώτες μας, προσπαθούσαν να κρύψουν την ντροπή τους. Δεν άφηναν πίσω τους μόνο άοπλους χωρικούς, άφηναν και γυναίκες και παιδιά απροστάτευτα στη μανία των Τούρκων. Κι οι λεβεντόκορμες Σεβδικιανές είχαν στηθεί στις αυλόπορτες των σπιτιών τους, κρατώντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους, κι είχε το βλέμμα τους κλεισμένη όλη τη περηφάνια της φυλής μας. Καινούργιες Σπαρτιάτισσες, δεν έκλαιγαν, δεν κτυπιόντουσαν. Κοιτούσαν περιφρονητικά αυτούς που έφευγαν.

Κι οι στρατιώτες μας έσκυβαν πιότερο το κεφάλι, πώς να τις αντικρίσουν; – έφευγαν....

Σταθήτε, παιδιά… Σταθήτε να πολεμήσουμε μαζί…...

Πόσοι δεν θα ‘θελαν να μείνουν! Και τη ζωή τους θα ‘διναν για να μην υποστούν το μαρτύριο του εξευτελισμού. Χρειάζεται, όμως, ατσαλένια νεύρα για να ξεκόψει κανείς από το μπουλούκι. Κι ύστερα, να μείνει, να πολεμήσει, αλλά πού; Πώς θα μπορούσε ν’ απαιτήσει κανείς από τ’ άμοιρα παλικάρια να μείνουν και να πολεμήσουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους, όταν μια ολόκληρη Στρατιά υποχωρούσε; – Σταθήτε, παιδιά… Σταθήτε να πολεμήσουμε μαζί… Κανείς δεν τους άκουγε. Και τότε άρχισαν να τους παρακαλούν: – Έλληνες, αφήστε μας τουλάχιστον τα όπλα σας. Εμείς δεν φεύγουμε, θα μείνουμε. Ένας νεαρός ανθυπολοχαγός, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, αγκαλιάζει έναν γέρο, που του ζητούσε το πιστόλι του: – Έλα, γέρο μαζί μας, πάμε στα βαπόρια. Θα σκοτωθήτε εδώ. Έλα… Αλλ’ ο γέρος έχει καρδιά παλικαριού. Μένει ακλόνητος. Κι’ ο ανθυπολοχαγός του δίνει το πιστόλι του και, με μια απότομη κίνηση, ξεσχίζει τις επωμίδες του. Τ’ άμοιρο παλικάρι ένιωθε ντροπή να τις φορά, όταν άφηνε στους γέρους τη θέση του. Μήπως, όμως, έφταιγε αυτός; Οι Σεβδικιανοί κάνουν τώρα έρανο – μαζεύουν όπλα. Κάποιος λοχίας, πανύψηλος σαν γίγας, προχωρεί σκυμμένος, κρατώντας το πολυβόλο στον ώμο του. Ένας από τους προεστούς, ένας γέρος με κατάλευκα γένια, τον πλησιάζει και τον σταματά: – Στάσου, ωρέ παλικάρι. Δώσε μου το πολυβόλο σου. Εσένα δεν σου χρειάζεται πια. Αλλ’ ο λοχίας τον αποπαίρνει: – Φεύγα από μπροστά μου, γέρο… Άφησε τους παλικαρισμούς… Και τότε η τραγωδία κορυφώθηκε: Ο γέρο – Σεβδικιανός, προσβεβλημένος από τα λόγια του λοχία, κάνει ένα νεύμα στα παλικάρια του. Και οι νεαροί χωριανοί του, που εκλιπαρούσαν τους στρατιώτες μας, ορμούν εναντίον τους και τους αφοπλίζουν. Τα όπλα σ’ αυτούς άξιζαν....





 


 

 photo signature_zpsd2a79fd8.jpg