Το δικό μου κανάλι

Το δικό μου κανάλι
You tube

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

ΘΑΣΟΣ : Ήθη και Έθιμα, λαογραφία και κουλτούρα ενός νησιού με μακραίωνη ιστορία

Το γλωσσικό ιδίωμα της Θάσου. Διδακτορική διατριβή

Το γλωσσικό ιδίωμα της Θάσου. 

Διδακτορική διατριβή 

Με μεγάλη υπερηφάνια, και μετά από αρκετή αναμονή για να βρεθεί ο συγγραφέας και να μου δώσει την απαιτούμενη τυπική άδεια για δημοσίευση, σας παρουσιάζω σήμερα μια μοναδική διδακτορική διατριβή που αφορά το γλωσσικό ιδίωμα της Θάσου. Με ημερομηνία 1967, είναι πολύτιμη για τις πληροφορίες που μας δίνει, αλλά ακόμα πιο πολύτιμη για τις πηγές που χρησιμοποιεί, που είναι ακόμα παλιότερες.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον συγγραφέα κο Δημήτρη Τομπαΐδη. Ένα ακόμα μεγάλο ευχαριστώ στην Ελένη Ζωτικού που το φιλοξενούσε στην βιβλιοθήκη της και που βρήκε και τον συγγραφέα για την άδεια. Κι ένα ακόμα ευχαριστώ και στον γνωστό ζεν πρεμιέ της Θάσου και celebrity Τάσο Ιμβριώτη που το ξετρύπωσε...
page 0000 

Τα "Θασίτικα" και η συλλογική μας μνήμη

Τα "Θασίτικα" και η συλλογική μας μνήμη 

Τα Θασίτικα του Σωτήρη Γερακούδη είναι βιβλία ενός «ακριβού πολιτισμού». Συλλογικού και ανεκτίμητου. Είναι ένα σπουδαίο έργο «τοπικής αυτογνωσίας» που ξεπερνάει τα στενά όρια της ηθογραφίας και κινείται διαρκώς και αενάως μεταξύ μνήμης και καθημερινότητας, παράδοσης και ζωής. Μέσα σε αυτό το παιχνίδισμα με το χρόνο, κυρίαρχο ρόλο παίζει η χρήση της ντοπιολαλιάς. Ένα «γλωσσικό εργαλείο» που εκτινάσσει το διηγηματικό μέρος της συλλογής σε δυσθεώρητα ύψη ενδιαφέροντος και κάνει τα μικρά κείμενα να μοιάζουν με λογοτεχνικά κομψοτεχνήματα.
 
Μπορεί το κυρίαρχο στοιχείο των «διηγημάτων–στιγμιoτύπων» (κάτι σαν «αυτοβιογραφικά χρονογραφήματα») να είναι το απίθανο (έως λιποθυμίας) έμφυτο χιούμορ του συγγραφέα τους, εν τούτοις πίσω από αυτό ξεπροβάλλει ένα εξαίσιο δείγμα λαϊκής ψυχογραφίας. Ένα αφηγηματικό ρυάκι από γάργαρες και επιούσιες ιστορίες της «καθ’ ημάς ταπεινότητας». Ένας «αφηγηματικός παράδεισος» ανθρωπιάς και αυθεντικότητας.
 
Μετά το Αχ, γιόκα μ’ μι τα ιλλινικούδια σ’ (2000), το Πνας άντρα μ’ να ζμώσου; (2005) και το Μπάρμπα, έχουμ’ καλάθ’; (2007), ο Σωτήρης Γερακούδης εμπλουτίζει τον «κύκλο» της «θασίτικης φιλολογίας» με το λυτρωτικό και άκρως… πολιτικό Του αφόρ κι του πουφόρ, αφού ο σπαρταριστός επίλογος με την αλληλογραφία Γιώρ’ (Παπανδρέου) και Σουτήρ’ (Γιαρακούδ’) έρχεται και τα… σπάει κανονικά!
 
Και σε αυτό το βιβλίο, η «γλυκιά μανιέρα» του Γερακούδη παραμένει το ίδιο ελκυστική και γόνιμη. Το ίδιο αθώα και περιεκτική. Το ίδιο αληθινή. Ο Γερακούδης διατηρεί μία ξεχωριστή σχέση με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Οι «ήρωές» του είναι «χειροπιαστοί». Οι «μύθοι» του, εγκόσμιοι και γήινοι. Γανωμένοι, θαρρείς, στα υπέροχα εργαστήρια των καφενείων και αγιασμένοι από την πηγή του Αρχάγγελου. Και όλα αυτά, με μία θαυμαστή απόσταση από κάθε είδους φολκλορισμούς και γραφικότητες.
 
Ο τόπος για τον Γερακούδη δεν είναι μία νατουραλιστική αφήγηση. Η λατρεία του για αυτόν δεν εκδηλώνεται με «τουριστικές κορώνες» και συναισθηματικές υπερβολές. Η Θάσος στα κείμενά του είναι «μαρτυρία» μπολιασμένη στην «ευωδιά της φτώχειας». Ένα τοπίο από ψυχές. Πότε ηλιόλουστο και φωτεινό και πότε νοτισμένο από μια ξαφνική μπόρα που έφερε ο αέρας από τον Μπάμπουρα και την Αστρίδα. Γι’ αυτό ίσως και ο περιορισμένος γεωγραφικός χώρος μέσα στον οποίο «κινούνται» οι ιστορίες του, αποπνέει μία αίσθηση οικουμενικότητας. Ειδικά όταν η σκωπτική του διάθεση φιλτράρεται με το σεβασμό και την αγάπη για όλους αυτούς που «συμμετέχουν» (θέλοντας και μη) στην ευλογημένη του συνάφεια. 

Θασίτικο Γλωσσάρι

Θασίτικο Γλωσσάρι 

Στη σελίδα αυτές θα βρείτε κάτι από τον Θασίτικο θησαυρό, λέξεις από τη ντοπιολαλιά του νησιού της Θάσου. Πολλές από τις λέξεις τις συναντάμε σε όλο το νησί, άλλες πάλι σε μεμονωμένα χωριά... Τις λέξεις αυτές τις έχει μαζέψει ο κος Σωτήρης Γερακούδης, συγγραφέας, εκδότης και δημοσιογράφος, τον οποίο ευχαριστώ θερμά...
Περισσότερα για το γλωσσικό ιδίωμα της Θάσου μπορείτε να μελετήσετε εδώ.
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αβλαντίζου: παρακολουθώ από μακριά απαρατήρητος
αγκαλνώ: εγκαλώ
άγκσμα: ατύχημα (γαλλ. accident: δυστύχημα)
αδαρά (σαν): σαν τώρα
αθρακούφ': στάχτη
αλάτους (ιλές): παστωμένες ελιές, θρούμπες
αλατζάς: νυφικό γιλέκο με στενά μανίκια
άλμα
: λίπος
αλτούζ: απ'άκρη σ' άκρη
αξίμπιμπίλοντους: ντυμένος ατημέλητα
αργονδουλ': δουλειά για να περνά η ώρα
αρτά: αρτύω: βάζω λάδι ή αλάτι σε φαγητό
ασλί (έχει): κάτι που δε λέγεται τυχαία. Έχει κάποια αιτία,λόγο, συνάφεια, δόση αλήθειας
ατζόνα: μακρύ κόκαλο.
αφόρ (το): ολοκαίνουργιο, αφόρετο
αχμάκς: απονήρευτος, αθώος.
αχνάρουτους: ασκημομούρης
 

βαδέλις: τα ορθάνοιχτα μάτια (προσβλητικά)
 

γαβαν' (και βαγάν') : αυνανισμός
γατσάζου: υποφέρω από δίψα, γανιάζω
γκάργκαλου: κότσι
γκιλκας: δερματική πάθηση που φέρνει μεγάλη φαγούρα
γκιρδέλ': μπουγιέλο
γκιριμέ (έναν): κάθε λίγο και λιγάκι, σχεδόν μόνιμα
γκνόστουμου: η διάσταση που καθορίζουν τα δάχτυλα μέγαλος και δείκτης
γκρουλόγους: μεγάλη στάμνα
γλιάρς': αυτός που του αρέσουν τα καλούδια
γόμους: η γέμιση σε φαγητό
γουνιάδ': γωνιάδι, γωνία ψωμιού
 

δρουμανστός: τρέχοντας γρήγορα
 

έλιβι: λιέβω, αλιεύω
 

ζαγαλιά: μπαγαποντιά
ζαναχάτ': συνήθεια
ζβουντούνα: με μεγάλη ταχύτητα
ζγιαφετ: γλεντάκι με γεύμα και ποτό
ζία: τα ζύγια
ζντρουφ: πλήρης άγνοια
 

θμώ: υπενθυμίζω
 

ιργουστάσιου: ελαιοτριβείο
 

καζέπ (βρέχει): βρέχει πολύ και ασταμάτητα
κακαβάνς: χαϊδευτικό για τον άμυαλο
καλίτσα: πήλινο μεγάλο βάζο
καμουδιασμένους: σαν απογοητευμένος
καμπαρντίζου: δείχνω ότι υπερηφανεύομαι
καμχούδα: κρυφοπονηρούλης
καμώνουμι: προσποιούμαι
καριζιντέ (το πάω): πάω κόντρα σε μια άποψη
καριόλα: μεγάλο κρεβάτι
καρκάλια: ξεσκίδια ρούχων
κασκαρίκα: μηχανορραφία, κατεργαριά
κατακαμλιού: βαρυφορτωμένος
κατίνια: τα νώτα
κβαργιάζουμι: κουβαριάζομαι, γκρεμίζομαι
κέτιλου: λέπι
κιαμέτ: μεγάλη αφθονία
κινώνου: αδειάζω στα πιάτα, σερβίρω
κιόρ (τό'χου): έχω μαύρα μεσάνυχτα, πλήρη άγνοια
κιόρβιλαέτ: πλήρης άγνοια
κιουρλιμέ (πάω): πάω χωρίς να ξέρω που
κλάκια: κυκλάκια
κμάρ'.-σταμνούλα
κνριστές: το κύριο μέρος. Για άνθρωπο: πολύ αδύνατος
κουμπάνια: τρόφιμα για ολιγοήμερη διαμονή κάπου
κούφουμα: το κυρίως κρέας ενός σφαχτού
κριγιάς: κρέας
κτάζου: κατοικιάζω (για κότες)
κτσούρ': μαρίδα
 

λαδίσα (τα): η εποχή που βγαίνει το λάδι λάζου: γκαστρώνω
λαΐνα: στάμνα
λαμώνω: θάβω, παραχώνω στο χώμα
λαπάντ: πεντακάθαρα
λάστιχα: σφεντόνα
λατσουρ: μουσκίδι
λαφρόστχους: μισότρελος
λμπάζου: ορέγομαι ανεξέλεγκτα
λόρτους: όρθιος
λουζάρια: δαδιά
λουμάκ': κλώνος κλαδί
λτσάζουμι: φορτώνομαι κάτι βαρύ
 

μάγνες:οι πόνοι του τοκετού
μαλαγαρεύου: μεταπλάθω
μάξους: σκόπιμα
ματάβγαλμα: τσίπουρο διπλής αποστάξεως
μνουχώ: ευνουχώ
μουζγούδ': μούσκεμα
μουλαϊμίζ' (ου πόνους): υποχωρεί ο πόνος
μουλβουμένους: έξυπνος, παμπόνηρος, πανούργος
μουλέρνου: λύνω, ελευθερώνω
μουρά: έκζεμα στο κεφάλι
μουσκαλαμένους
: καλοντυμένος
μουχαμπέτ: συζήτηση, κουβέντα
μπαντακώνουμι: βουλιάζω
μπαρδάκ': μικρή στάμνα
μπαριαντάς (ώρα): πολύ καθυστερημένα
μπαρτικουλέρνου (κάποιον): συμφωνώ με κάποιον, παίρνω το μέρος του
μπελ': μακάρι
μπιμπίλες: λεπτές δαντέλες κεντημένες με βελόνα
μπιζιρώ
: χορταίνω επιτέλους κάτι
μπιρατζάδα: βόλτα
μπιτίζου: τελειώνω
μπνάζουμι: εμπνέομαι
μπουμπή: ντροπή
μπουμπότις: καλαμπόκια ψητά, τσατπάτ
μπρόβα:σκηνή
 

νόστμους: αυτός που νοστιμεύεται, που τρώει απ' όλα
νουμπέτ: υπνάκος
νταβαδέκους: μεγάλο ταψί
νταμαχιάρς: αχόρταγος
νταρνταγάν: όλα είναι άνω κάτω
ντεβρ (ένα): μια φορά
ντέντικας: πολύ ψηλός
ντιντίου: κρύος και δυνατός αέρας
ντουγρού: κατευθείαν
ξηρουχαμνιέμι: χασμουριέμαι
ξιγαστιρώνου: εξοικονομώ
ξιθαρριέμι: εμπιστεύομαι
ξίμσταλουμένους: ντυμένος ατημέλητα
ξινουθέκου: φυτεύω σπόρους φυτών που στη συνέχεια θα μεταφυτεύσω
ξίτρακαξώνου: ανοίγω την πόρτα (που έχει μηχανισμό αντίστοιχο με το πόμολο)
ξμίζου: καρικώνω
 

ουλουκατούρτους: κατουρημένος για τα καλά
 

παπουδιάζου: μαλακώνω
παρασάλακα: χαζομάρες
πασπάρ': υψωματάκι
πατσαρίσα: τα απαραίτητα για ολιγοήμερη μετοίκηση
πνάκ': πινάκιο, ξύλινο πιάτο με σκέπασμα
πόγαλου: απογαλακτισμένο
πραγνί: πατικωμένος, καλογεμισμένος
προυμαγραδούλα: αυτός που προνοεί και μαζεύει για έχει μελλοντικά
προυφουνιέμι: απειλώ
πχανίζ': μπάζει από παντού κρύο
 

ριμπαπί: σόι
ριξάρα (κατσίκα): κατσίκα που απέβαλε
ριπιτίν: επαναλαμβανόμενα (αγγλ. repeat: επαναμβάνω)
 

σάγλα: σκοινί
σαλάσαλά (έφυγε): έφυγε σα βρεγμένη γάτα
σαλμάς: ελεύθερη βοσκή σε περιοχή που μέχρι τώρα απαγορευόταν
σασιρμάς: αναστάτωση
σίβους: χρώματος γκρι
σκιλφό: δυσκέλυφο
σκλουκέρατον: ξυλοκέρατο, χαρούπι
σκουλουμπουδώ: εμποδίζω σκόπιμα
σκρος: (για φαγητό) χωρίς ζουμί, στεγνό
σκφούνια: τσουράπια
σμαμίδ':σαμιαμίδι
σμουχρίγια: σούρουπο
σμπιρίλουγα: είδη συχνής χρήσης (συν+περί+ου+λόγος)
σνεικάζου: διακρίνω από μακριά, συμπεραίνω (συν+εικάζω)
σουλότ: απόλυτο σκοτάδι
σουντίζου (ντου): μένω αναποφάσιστος, δειλιάζω να κάνω
σούσαλα: σκουπίδια
στλίζουκουπώ, στλιζουμαχώ: μυρίζω άσκημα
στριβάρ': χόρτο σε άγονη περιοχή
στρουμόκουλα: στριμωχτικά, δύσκολα
στρουπαδιά: κατάρα
στχουπαρμένους: παρμένος από στοιχειά, αφηρημένος
 

ταλιαρίζου: πιλατεύω
τεπές: θολωτή κορυφή καπέλου ή φεσιού
τζιρτζίλ
': μπίλια
τιζάχ'.-το τεζάκι
τιλατίν: με εντελώς άδεια κοιλιά, πολύ νηστικός
τόι: ακαθόριστη και ακανόνιστη μάζα
τριγιόβουλου: τρεις οβολοί, σχεδόν τίποτε
τριμίστιργις: μεγάλες ζημιές
τσαρπίζου: χάνω τα λογικά μου
τσιράγαλου: φασαρία, θόρυβος
τσιφνουκούραδου: πολύ τσιγγούνης
τφάν': τυφώνας, μεγάλη κακοκαιρία
 

υφσάντου: υπεροπτικό ύφος
 

φκριγιέμι: αφουγκράζομαι, ακούω προσεκτικά τι λέει κάποιος
φλαστάδα: τσακιστή πράσινη ελιά

χαΐνς: τεμπέλης, ανεπρόκοπος
χαλάτ: αποστακτήριο (ρακιού)
χαμουλόγ': οι πρώτες ελιές που πέφτουν
χιπ: γεμάτος μέχρι πάνω
χιστέκ': μπλιγούρι
χου (έχει): έχει κάποια σχέση
 

ψταδόσκου : ξεραμένο σύκο

Ήθη και Έθιμα της Θάσου

Τα ήθη και τα έθιμα μαρτυρούν τις ανησυχίες των ανθρώπων όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Στη Θάσο οι κάτοικοι του νησιού σέβονται τις παραδόσεις τους και τα έθιμα εκφράζουν επιθυμίες που συχνά χρήζουν της ευκαιρίες ειδικών εορτασμών για να εκφραστούν.

Στα έθιμα της Πρωτοχρονιάς εκτός από τα γνωστά έθιμα των καλάντων και του ποδαρικού που γιορτάζονται με τον ίδιο τρόπο πάνω κάτω όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα γίνεται και το σπόρδισμα των φύλλων ως εξής: κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στα αναμμένα κάρβουνα φύλλα ελιάς βάζοντας στο νου τους μια ευχή χωρίς να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο εκείνου θα πραγματοποιηθεί η ευχή του.
Επίσης το καρναβάλι της Θάσου είναι ένα πανηγύρι με πολύ βαθιές ρίζες. Εδώ εκτός των άλλων καρναβαλικών εκδηλώσεων γίνεται και το τρίψιμο του πιπεριού. Είναι ένα από τα πιο διασκεδαστικά και χαρακτηριστικά έθιμα και δίνει μια ξεχωριστή ομορφιά στο γλέντι για το ξημέρωμα της Καθαρής Δευτέρας. Ένας απ όλους κρατώντας μια ζώνη ή ένα σκουπόξυλο για να χτυπάει τους παραβάτες, είναι ο αρχηγός. Αυτός τραγουδάει μια φορά και οι άλλοι που χορεύουν το επαναλαμβάνουν. Χορεύοντας λοιπόν , γίνονται σύμφωνα με τα εκάστοτε λεγόμενα και οι ανάλογες κινήσεις. Οι παραβάτες όσοι δηλαδή δεν ακολουθούν τις υπαγορεύσεις του αρχηγού τιμωρούνται απ αυτόν με χτύπημα.
Ένα ακόμη πολύ γνωστό έθιμο τελείται την δεύτερη μέρα του Πάσχα στα Καλύβια των Λιμεναρίων και λέγεται " Για βρέξ Απρίλη μ΄". Είναι μια ανοιξιάτικη εκδήλωση για την οποία η παράδοση λέει ότι οι κάτοικοι του νησιού μαζεύονται και παρακαλούν το Θεό να βρέξει για να μην ξεραθούν τα αμπέλια και να υπάρξει καλή παραγωγή τόσο σε σταφύλια όσο και σε γλυκό θασίτικο κρασί. Στην εκδήλωση αυτή προσφέρονται μεζέδες, παραδοσιακά γλυκά και άφθονο κρασί. 
 

Εκδηλώσεις - Πανηγύρια

Το πανηγύρι του Αγ. Παντελεήμονα στις 27 Ιουλίου. Στο Μεγάλο Πρίνο(Μεγ. Καζαβίτι), πανηγύρι των Αγ. Αποστόλων στις 30 Ιουνίου και στο Μικρό Πρίνο (Μικρό Καζαβίτι) το πανηγύρι του Αγ. Γεωργίου. Σε όλα τα πανηγύρια μοιράζεται το παραδοσιακό φαγητό 'κλουμπάνι' (κρέας με κριθαράκι, μαγειρεμένο σε τεράστια τσουκάλια).
Ραχώνι :Τα πανηγύρια στο Ραχώνι, της Παναγίας, 15-16 Αυγούστου και στο συνοικισμό του Αγ. Γεωργίου, του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου και του Αγ. Γεωργίου.
Ποταμιά : Το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής την Παρασκευή του Πάσχα.
Παναγιά : Το πανηγύρι της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου.
Λιμενάρια : Το πανηγύρι του Αγ.Γεωργίου, την Τρίτη του Πάσχα.
Λιμένας ή Θάσος : Το καλοκαίρι δίνονται παραστάσεις αρχαίου δράματος και συναυλίες, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου.


Ο Θάνατος και η σχετική εθιμοτυπία

Ο Θάνατος και η σχετική εθιμοτυπία

Ο θάνατος, ως φυσικό αποτέλεσμα και τελευταίος σταθμός της ζωής, ασκεί την επίδραση του σε κάθε ανθρώπινο όν. Παρά την παγκοσμιότητα, όμως, του φαινομένου, κάθε περιοχή ακολουθεί τα δικά της έθιμα και το δικό της τυπικό, για να συνοδεύσει τους ανθρώπους της στην τελευταία τους κατοικία. Έτσι και στη Θάσο τελείται με τα δικά του χαρακτηριστικά, που διαμορφώθηκαν αιώνες πριν και διατηρούνται αναλλοίωτα στο πέρασμα των χρόνων.

Ο Νεκρός

Μόλις οι παρευρισκόμενοι διαπιστώσουν ότι ο άνθρωπος τους είναι νεκρός, ανοίγουν κατευθείαν τα παράθυρα, για να μπει καθαρός αέρας και να φύγει το κακό.Κάποιος, που δεν ανήκει στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, σκεπάζει τα μάτια με τα χέρια του και σιγά - σιγά κατεβάζει τα βλέφαρα ως το τέλος.Φράσσουν το στόμα, τη μύτη και τα αυτιά με βαμβάκι, που θα απορροφήσει τυχόν "υγρά" που θα "βγάλει" ο νεκρός. Με βρεγμένο πανί καθαρίζουν ολόκληρο το σώμα. Στο ντύσιμο ακολουθείται συγκεκριμένη σειρά: πρώτα του φορούν τα εσώρουχα, που πρέπει να είναι καινούρια και άπλυτα' ύστερα παντελόνι ή φούστα, ανάλογα με το φύλο του νεκρού, πουκάμισο ή μπλούζα και τέλος κάλτσες και παπούτσια. Σταυρώνουν τα χέρια, με το δεξί από πάνω, και τα δένουν με λευκό μαντίλι. Με άλλο λευκό μαντίλι σφίγγουν το κεφάλι με το πηγούνι, για να κλείσει καλά το στόμα. Με λευκές πετσέτες σκεπάζουν τους καθρέπτες και κάθε γυαλιστερή επιφάνεια. Στη συνέχεια ισιώνουν τα πόδια, διορθώνουν τυχόν ατέλειες στο ντύσιμο και πριν "κρυώσει" τον τοποθετούν στο φέρετρο, που πρέπει να έχει σχήμα "βάρκας" για το πέρασμα στον "άλλο κόσμο", και να είναι φτιαγμένο από ντόπιο ξυλουργό. Το φέρετρο τοποθετείται σε μεγάλο τραπέζι, κάτω από οποίο στρώνεται ένα χωριάτικο χαλί. Σε ορισμένα χωριά του νησιού το σώμα τοποθετείται χωρίς φέρετρο σε τραπέζι (Ραχώνι -Άγιος Γεώργιος) ή σε κρεβάτι (Παναγία). Άφθονα λουλούδια θα καλύψουν σιγά - σιγά το σώμα, το οποίο θυμιατίζουν με λιβάνι συχνά, ενώ κοντά στο κεφάλι καίνε τα κεριά που ανάβουν όσοι έρχονται να τον αποχαιρετήσουν. Το κεφάλι του νεκρού "βλέπει" πάντα την πόρτα, μια και είναι έτοιμος να αποχωρήσει οριστικά από το σπίτι. Το ξενύχτισμα , η "αγρυπνία", διαρκεί 24 ώρες και γίνεται με σκοπό να "κρυώσει" καλά το σώμα, μήπως και ξαναζωντανέψει, αφού παρουσίασε φαινόμενα νεκροφάνειας. Συμμετέχουν στενοί συγγενείς, φίλοι και γείτονες, οι οποίοι εκδηλώνουν τη συντριβή τους με γοερό κλάμα, λιποθυμίες και ξεφωνητά. Όσοι δεν εκδηλώνουν έντονα τη λύπη τους θεωρούνται σκληροί και αναίσθητοι! Όλη τη νύχτα το πρόσωπο του νεκρού σκεπάζεται με το σάβανο ή με ένα κομμάτι τούλι. Όλη τη νύχτα διαβάζεται το "ψαλτήρι" δυνατά, ένα βιβλίο γεμάτο ευχές για το νεκρό. Όποιος κάνει αρχή στην ανάγνωση πρέπει και να το τελειώσει, ανεξάρτητα από το πόσοι θα παρεμβληθούν.

Εκφορά και Ταφή

Τον νεκρό θα βγάλουν από το σπίτι του φίλοι, όχι συγγενείς. Μια από τις γυναίκες που θα μείνουν στο σπίτι για καθάρισμα, ρίχνει στη σκάλα ένα ποτήρι νερό και, στη συνέχεια, το σπάζει για να ξορκίσει το κακό! Η νεκρώσιμη πομπή σχηματίζεται με την ακολουθία των εξαπτέρυγων και του παπά, που προηγούνται του νεκρού και των συγγενών και φίλων που ακολουθούν το φέρετρο. Όσοι στο δρόμο τους θα συναντήσουν την πομπή πρέπει να παραμερίσουν, να σταθούν προσοχή, να βγάλουν το καπέλο τους και να κάνουν το σταυρό τους. Όσων τα σπίτια βρίσκονται κοντά στο δρόμο που θα ακολουθήσει η κηδεία, φροντίζουν να έχουν κλείσει τις πόρτες και τα παράθυρα, για να μην τους "βρει το κακό". Αν κοιμάται αβάπτιστο μωρό τοποθετούν ένα ψαλίδι κάτω από το μαξιλάρι του ή, αν είναι απλωμένα τα ρούχα του για στέγνωμα, τα μαζεύουν αμέσως στο σπίτι. Στην εκκλησία κρατούν όλοι ένα κερί αναμμένο, εκτός από τους στενούς συγγενείς. Όταν τελειώσει η νεκρώσιμη ακολουθία, ακολουθεί το νεκροφίλημα. Πρώτος θα "χαιρετίσει" ο παπάς και μετά η οικογένεια, η οποία, στη συνέχεια, στην πόρτα του ναού, θα δεχτεί τις συλλυπητήριες ευχές, όπως: "Ζωή σε σας", "Καλή ανάπαυση", "Θεός σ' χωρέσ' τον", "Καλή παρηγοριά", ενώ ο κόσμος δίνει "τον τελευταίο ασπασμό" στο νεκρό.

Μετά την ταφή

Όλοι οι παρευρισκόμενοι στην κηδεία θα πλύνουν συμβολικά τα χέρια τους και θα περάσουν από το σπίτι του νεκρού, στο οποίο οι συγγένισσες έχουν αντικαταστήσει όλα τα στρωσίδια, με άλλα καθαρά, για το τρισάγιο και τον "καφέ της παρηγοριάς". Προσφέρουν ακόμα παξιμάδι, κονιάκ και σοκολατένιες ελιές για τη συγχώρηση των αμαρτιών του νεκρού και την ανάπαυση της ψυχής του. Οι πολύ στενοί συγγενείς παρακάθονται και σε επικήδειο γεύμα, όπου προσφέρονται φασόλια ή πατάτες φούρνου, ζυμαρικά, ψαρικά και σαλάτες. Το κρέας απαγορεύεται, γιατί επικρατεί η δοξασία ότι συμβολίζει το σώμα του ιδίου του νεκρού. Απαραίτητο θεωρείται το μαύρο κρασί. Τέλος, όλοι αποχωρούν για να αφήσουν όσους έχασαν τον "δικό τους άνθρωπο" να ξεκουραστούν και να ηρεμήσουν, μιας και ξημερώνει η τρίτη μέρα από το θάνατο και το έθιμο επιβάλλει να πλυθούν όλα τα στρωσίδια και να καθαριστεί καλά το σπίτι.

Μέχρι την εκταφή. Το πένθος

Η γυναίκα, για να εκδηλώσει το πένθος της, φοράει μαύρα ρούχα, μαύρες κάλτσες και μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, αν μείνει χήρα ή είναι μητέρα νεαρού νεκρού. Δεν είναι συνηθισμένο να κόβει τα μαλλιά της. Δεν κυκλοφορεί ελεύθερα έξω, επισκέπτεται μόνο τα νεκροταφεία και δέχεται επισκέψεις στο σπίτι για παρηγοριά. Η χήρα φοράει τα μαύρα μέχρι το τέλος της ζωής της. Η παντρεμένη κόρη ή αδελφή τα φοράει ένα χρόνο, ενώ η αδέσμευτη τρία. Αν σ' αυτό το διάστημα χρειαστεί να παραβρεθούν σε κάποιο ευχάριστο γεγονός, σκεπάζουν τους ώμους με ένα λευκό ή χρωματιστό μαντίλι. Ο άντρας πενθεί φορώντας μαύρη ταινία στο μανίκι για σαράντα μέρες. Για το ίδιο χρονικό διάστημα μένει ακούρευτος και αξύριστος. Το σπίτι δεν στολίζεται ιδιαίτερα, δεν υπάρχουν λουλούδια στα βάζα, δεν προσφέρουν γλυκά, παρά μόνο καφέδες και παξιμάδια, ούτε μαγειρεύεται κρέας για σαράντα μέρες. Στις πολύ χαρούμενες μέρες - Χριστούγεννα ή Πάσχα -καμιά διακόσμηση δεν πρέπει να κάνει τους πενθούντες να χαρούν και να ξεχάσουν! Στο χώρο που πέθανε ο άνθρωπος τους ένα "ακοίμητο", για σαράντα μέρες, καντήλι θα θυμίζει την απουσία του, ενώ κάθε μέρα ο χώρος θα λιβανίζεται.

Ο Τάφος

Ο παραδοσιακός θασίτικος τάφος είναι ξύλινο κάγκελο με ένα μεγάλο σταυρό στο κεφάλι του νεκρού. Ένα ξύλινο κιβώτιο με τζάμι μπροστά χρησιμεύει για την τοποθέτηση του καντηλιού, που, τουλάχιστον τις πρώτες σαράντα μέρες, πρέπει να είναι "ακοίμητο". Εκεί τοποθετείται και η φωτογραφία του. Στο σταυρό αναγράφεται το ονοματεπώνυμο, η ηλικία και η ημερομηνία θανάτου. Κάποιες φορές συναντούμε λίγα λόγια ή κάποιους στίχους που δείχνουν τα συναισθήματα των ζωντανών. Γύρω από το κάγκελο τοποθετούνται γλάστρες ή φυτεύονται λουλούδια, κυρίως βασιλικός και τριανταφυλλιές. Οι συγγενείς νιώθουν βαριά την ευθύνη της φροντίδας του τάφου, γιατί ο κόσμος είναι έτοιμος πάντα να "κουτσομπολεύει" και να ερμηνεύει κάθε καθυστερημένη επίσκεψη ως "λησμονιά"! Δεν είναι λίγες οι φορές που επισκέπτονται τον τάφο και με τη συνοδεία ιερέα, για να διαβάσει τρισάγιο ή ευχές, για να μην "βρουκολακιάσει" ο νεκρός ή , αν έχει γίνει κάτι τέτοιο, για να επανέλθει στο μνήμα του. - Είναι άπειρες οι "ιστορίες" για ψυχές που κυκλοφορούν ανάμεσα στο δικό τους περιβάλλον, για "πνεύματα" που έρχονται και ξανάρχονται διψώντας για χαρές της ζωής! -

Μνημόσυνα

Σε τακτά διαστήματα το έθιμο ορίζει επιμνημόσυνες δεήσεις, για να μην ξεχαστεί ο νεκρός και να αναπαυτεί η ψυχή του. Έτσι τελούνται 3μερα, 9μερα, 20στά, 40νθήμερο, 3μηνα, 6μηνα, 9μηνα, "χρόνος", 3χρονα ή 5χρονα, ανάλογα με την ημερομηνία εκταφής. Το κάλεσμα γίνεται με "το στόμα" ή με ψωμί και κρασί και ένα σακουλάκι κόλλυβα, που θα φέρουν νεαρά κορίτσια του χωριού στα σπίτια. Με τέτοια επισημότητα τελούνται τα 40νθήμερο, ο "χρόνος" και της εκταφής. Μοιράζονται και πάλι κεριά και κόλλυβα και παξιμάδι στην εκκλησία, ακολουθεί ο καφές, και για ορισμένους γεύμα, όπου προσφέρεται το ίδιο φαγητό με την κηδεία. Έκτακτα μπορεί να ψάλλεται το όνομα του νεκρού σε κάθε λειτουργία, γιορτή, ψυχοσάββατο κλπ, και κατά την περίοδο που είναι στο χώμα και μετά την εκταφή.

Εκταφή

Ανάλογα με το έδαφος που βρίσκονται τα νεκροταφεία κάθε χωριού, υγρό, ξηρό, κλπ, γίνεται η εκταφή του νεκρού στα τρία ή πέντε χρόνια. Πρέπει να έχει λιώσει καλά το σώμα, για μην αναγκαστούν να το "ξαναλαμώσουν". Συγγενείς και μερικοί συγχωριανοί ειδικευμένοι ανοίγουν τον τάφο, βγάζουν ό,τι έχει απομείνει από τα ρούχα του νεκρού και τα ξύλα του φέρετρου και καθαρίζουν όλα τα κόκαλα από το χώμα, αφού τα συγκεντρώσουν προσεκτικά. Έπειτα τα πλύνουν, τα στεγνώνουν, τα ραντίζουν με κρασί και βασιλικό, και τα τοποθετούν σε ξύλινο κιβώτιο. Μέσα υπάρχει στρωμένο κάτασπρο καινούριο ύφασμα, πάνω στο οποίο είναι κεντημένος ένας σταυρός κόκκινος. Εξωτερικά το κιβώτιο φέρει φωτογραφία του προσώπου, καθώς και το ονοματεπώνυμο του. Το κιβώτιο αυτό, κατά το τελευταίο μνημόσυνο, είναι τοποθετημένο κάτω από το τραπέζι που φέρει τον δίσκο με τα κόλλυβα, μέσα στο χώρο της εκκλησίας. Τελικός προορισμός του είναι το "Κοιμητήρι" του χωριού, όπου εκεί τοποθετημένο με τάξη και χρονολογική σειρά θα θυμίζει την ύπαρξη του συγκεκριμένου ανθρώπου στο παρελθόν.
Κάπως έτσι έφευγαν οι παλιοί Θάσιοι απ' αυτή τη ζωή και περνούσαν στην άλλη, την αιώνια. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς πολυτέλειες, χωρίς στεφάνια και νεκροφόρες, μέσα από την αγάπη και τη φροντίδα των ανθρώπων που τους αγάπησαν και νιώθουν βαθιά το κενό που θα δημιουργήσει ο χαμός τους. Αυτή τη δύσκολη ώρα κυριαρχούσε η υποχρέωση και το συναίσθημα, χωρίς καμία προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων και αυτά είναι που αξίζουν!

Χατζηεμμανουήλ Μαρία, Φωτίου Ευαγγελία

Ο Γάμος και η σχετική εθιμοτυπία

Ο γάμος και τα έθιμα που σχετίζονται με αυτόν, δε θα μπορούσαν να μην κατέχουν μια εξίσου σημαντική θέση στην πολιτιστική εξέλιξη της Θάσου, αφού ο γάμος αποτελεί αναμφισβήτητα ένα σημαντικό κοινωνικό γεγονός. Σύμφωνα με τις παραδόσεις της Θάσου, η πιο ενάρετη και κοινωνικά αποδεκτή εκδοχή του γάμου ήταν αυτή, σύμφωνα με την οποία ο γάμος ξεκινούσε σωστά μόνο με προξενιά.
Υπάρχει μάλιστα κι ένα σχετικό τραγουδάκι που έλεγαν σε αυτές τις περιπτώσεις:
"Βρε παλικάρι αν μ' αγαπάς
π' σνχνοδιαβαίν’ζ και δεν μιλάς;
Στείλε προξενήτρες στη μάνα μου
και προξενιτάδες στο μπάρμπα μου.

Λόγος-Αρραβώνας

Όμως, πριν από το ιερό μυστήριο του Γάμου, προηγείται η τελετή του αρραβώνα. Εκείνα τα χρόνια, αυτό το προκαταρκτικό στάδιο του γάμου τελούνταν με έναν αρκετά περίπλοκο τρόπο.
Ο νέος που "ήθελε " μια κοπέλα, γνωστοποιούσε στους γονείς του τα αισθήματά του, χωρίς, πολλές φορές, να έχει μιλήσει με την ίδια την κοπέλα ή να την γνωρίζει, τουλάχιστον, από κοντά. Οι γονείς, αν συμφωνούσαν, καλούσαν την προξενήτρα για να ειδοποιήσει τους γονείς της κοπέλας, ότι πρόκειται να ζητήσουν το χέρι της κόρης τους. Η νέα δεν έπρεπε να ξέρει και πολλά - πολλά! Η υποδοχή της προξενήτρας με ευχάριστο τρόπο σήμαινε και έγκριση του γαμπρού. Αν δεν ήταν σύμφωνοι με το προξενιό, μουντζούρωναν το μέτωπό της και την έστελναν πίσω.
Ο γαμπρός με τους γονείς του περίμεναν την επιστροφή της με αγωνία. Αν τους έφερνε ευχάριστη είδηση, της πρόσφεραν ένα μεγάλο δώρο. Ο ρόλος της προξενήτρας την εποχή εκείνη, δεν ήταν μόνο το αίσιο τέλος του προξενιού. Έπρεπε, με τον τρόπο της, να πείσει τους γονείς του κοριτσιού για τα προσόντα του γαμπρού. Δηλαδή για το πόσο καλός, εργατικός, τίμιος και άξιος σύζυγος θα ήταν. Η επιτυχία της σε όλα και η σύναψη του αρραβώνα έδινε, τέλος, το δικαίωμα σ΄ αυτή τη γυναίκα να μπαινοβγαίνει ελεύθερα στα σπίτια και των δύο, όπου έτρωγε και έπινε όσο ήθελε.
Στη συνέχεια, ετοιμάζονταν το σπίτι του κοριτσιού, γίνονταν πολλά φαγητά, πίτες και σαραγλί και έφθανε ο γαμπρός με τους γονείς του. Η κοπέλα, με χαμηλωμένα μάτια, έκανε μια μετάνοια (βαθιά υπόκλιση) και φιλούσε το χέρι του πεθερού και της πεθεράς. Έφερνε έπειτα με το δίσκο γλυκό του κουταλιού και τους κερνούσε. Τώρα, έπρεπε να αποσυρθεί στην κάμαρά της, γιατί όλοι οι άλλοι, χωρίς την παρουσία της, έπρεπε να κουβεντιάσουν για την προίκα της! Γιατί η νύφη έπρεπε να έχει τα προικιά της, αλλά και ο γαμπρός ήταν υποχρεωμένος να έχει το σπίτι του!
Όταν όλα είχαν τακτοποιηθεί και τα είχαν συμφωνήσει, το νέο ζευγάρι "είχε δώσει ΛΟΓΟ''.
Την επόμενη Κυριακή καλούσαν τον παπά και τους συγγενείς στο σπίτι της νύφης για την τέλεση του "ΑΡΡΑΒΩΝΑ''. Κουμπάρος, για να "περάσει " τις βέρες, θα ήταν ο νονός του γαμπρού. Οι προετοιμασίες ήταν πολλές, τα φαγητά πλούσια, όπως και τα δώρα που ανταλλάσσονταν. Στο ζευγάρι χαρίζονταν χρυσαφικά, συνήθως οικογενειακά κειμήλια. Η νύφη, οπωσδήποτε, θα χάριζε πουκάμισο στον πεθερό και στ’ αδέρφια του γαμπρού, ύφασμα για "φ’στάν' " στην πεθερά και τις κόρες ή τις μεγαλύτερες νύφες της. Κάλτσες και παντόφλες, για όλους, ήταν απαραίτητες. Στη συνάντηση αυτή ορίζονταν και η ημερομηνία του γάμου. Τους γονείς της κοπέλας ενδιέφερε αυτό, για να "ξεφορτωθούν" την ευθύνη της κόρης, ενώ το γαμπρό για να γνωρίζει αν τον επόμενο Οκτώβρη θα έχει σίγουρη "εργατίνα'' για το μάζεμα της ελιάς! Εύκολα, λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο γάμος, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, είχε και οικονομική βάση!

Γάμος

Σε ορισμένη Κυριακή, κυρίως του Σεπτέμβρη, γιατί από τον Οκτώβρη άρχιζαν οι ελιές, τελούνταν το ιερό μυστήριο του Γάμου.
Μια εβδομάδα νωρίτερα, τρία ανύπαντρα κορίτσια ή και περισσότερα, έπλεναν τα προικιά της νύφης. Άναβαν στην αυλή του σπιτιού φωτιά και "στήναν'' τα καζάνια, για να ζεστάνουν το νερό. Σε τρία σκαφίδια, στη σειρά, οι φίλες της νύφης έριχναν νερό. Αμέσως οι μητέρες των μελλόνυμφων, πρώτα, και μετά οι στενοί συγγενείς και οι φίλοι "ασήμωναν", δηλ. έριχναν χρήματα, τα οποία και μοιράζονταν οι κοπέλες που έπλεναν.
Το ξέβγαλμα των ρούχων γίνονταν κοντά στη βρύση, για να έχουν μπόλικο νερό. Ύστερα, έδεναν σκοινιά στην αυλή και άπλωναν, αφήνοντας τα ρούχα για να στεγνώσουν τρεις μέρες! Τότε περνούσαν όλες οι "κουτσομπόλες " του χωριού και τα μετρούσαν: Τυχερός ο γαμπρός! Μπράβο στην προξενήτρα!
Ακολουθούσε το σιδέρωμα με τη συνοδεία παραδοσιακών νυφιάτικων τραγουδιών. Μετά, τα μικρά κομμάτια τοποθετούνταν σε πανέρια ή κρεμόταν με σκοινιά στο ταβάνι, ενώ τα μεγαλύτερα γίνονταν "στοίβες". Η νύφη έπρεπε να έχει δυο μπαούλα! Αν άλλαζε χωριό, η προίκα φορτώνονταν σε τρία μουλάρια, ένα των οποίων, οπωσδήποτε, θα ήταν άσπρο. Σε κάθε μουλάρι έβαζαν από ένα παιδί επάνω, συνήθως αγόρι, και με βιολιά και λαούτο πήγαιναν τα προικιά στον προορισμό τους. Αν άλλαζε μόνο σπίτι, τότε κουβαλούσαν την προίκα στα χέρια μέσα από το χωριό, για να τη δουν οι χωριανοί πριν από το γάμο!
Εφόσον όλα είχαν ετοιμαστεί, ένας συγγενής της νύφης και ένας του γαμπρού έβγαιναν για τα καλέσματα. Σε κάθε σπίτι άφηναν μερικά κουφέτα ή λίγες χρυσές κλωστές, τα "τέλια". Οι καλεσμένοι μπαινόβγαιναν στα δυο σπίτια όλες τις μέρες πριν το Μυστήριο, βοηθούσαν στις ετοιμασίες και έφερναν ως δώρα για το νέο ζευγάρι, συνήθως, σκεύη για το νέο νοικοκυριό.
Την Κυριακή ο γαμπρός με τους δικούς του καλεσμένους και με τα όργανα πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου. Εκεί γινόταν το παραδοσιακό κέρασμα, κάποιο γλυκό για τις γυναίκες, ρακί και μια μπουκιά ψωμοτύρι για τους άνδρες, και ξεκινούσαν όλοι για το σπίτι της νύφης. Φθάνοντας έπρεπε να σταματήσουν τα τραγούδια και τα ρυθμικά παλαμάκια, για να γίνει ησυχία, ώστε να μπορέσει ο γαμπρός να βρει την κρυμμένη στο σπίτι νύφη. Κωμικοτραγικές σκηνές διαδραματίζονταν εκεί, ανάλογα με το χαρακτήρα και τα ελεγχόμενα ή μη νεύρα του γαμπρού!
Σε πολλά σπίτια του νησιού υπάρχουν τα σημάδια κάποιου ανυπόμονου νέου, πάνω σε μισογκρεμισμένους τοίχους ή μισοσπασμένες πόρτες και παράθυρα! Στους νέους που έκρυβαν, συνήθως, την κοπέλα, ήταν υποχρεωμένος να υπόσχεται διαρκώς κάποια δώρα, τραπέζια, χρήματα κλπ, μέχρι να μείνουν ικανοποιημένοι και να αποφασίσουν να του τη φανερώσουν!
Τώρα, ο γαμπρός φιλούσε τη νύφη και της πρόσφερε μια ανθοδέσμη. Εκείνη αποχαιρετούσε τους δικούς της με χειροφίλημα και μετάνοια, και, ανάμεσα σε δυο νεαρούς συγγενείς της, ακολουθούσε τον γαμπρό! Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρώτος στην πομπή ήταν ο γαμπρός, συνοδευόμενος από δυο νεαρές συγγένισσές του, και τρίτος ο κουμπάρος, πάλι ανάμεσα σε δυο νεαρούς ή νεαρές, αντίθετα από το δικό του φύλο.
Όλοι ξεκινούσαν για τη εκκλησία με τη συνοδεία ντουφεκιών και γνωστών θασίτικων τραγουδιών του γάμου, όπως :

Η ΝΥΦΗ ΜΑΣ

Γαμπρέ - γαμπρέ, τη νύφη μας
καλά να τη φυλάγεις
και τακτικά περίπατο,
γαμπρέ, να την εβγάνεις.
Η νύφη μας είναι μικρή,
μικρή και χαϊδεμένη
και από μικρή στα βάσανα
δεν είναι μαθημένη.
Τη νύφη μας την είχαμε
στην κόλλα διπλωμένη
και τώρα σου τη δίνουμε
σεμνή και τιμημένη.
ή
ΣΗΜΕΡΑ ΓΑΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ
Σήμερα γάμος γίνεται,
σήμερα άσπρη μέρα,
σήμερα αποχωρίζεται
μάνα από θυγατέρα.
Να τόξεραν τ' αδέρφια σου
που γίνεται η χαρά σου,
θα σκίζανε τη μαύρη γη
να ‘ρθουν στα στέφανά σου.
Νύφη μου, το φουστάνι σου
αγγέλοι σου το ράψαν
και στη δεξιά σου την πλευρά
το σύζυγό σου βάλαν.
Νύφη μ', στο σπίτι που θα πας
καλά να τους θυμίσεις
την πεθερά, τον πεθερό
καλά να τους τιμήσεις.
Η νύφη και ο γαμπρός ήταν ντυμένοι, συνήθως, παραδοσιακά. Η κοπέλα φορούσε λευκό θασίτικο "φ’στάνι'', τσικέτο με χρυσά κεντήματα και στο κεφάλι μαντίλα στολισμένη με φλουριά. Ο νέος φορούσε, κι αυτός, τη θασίτικη βράκα, αμάνικο γιλέκο, λευκό πουκάμισο και κάλτσες.
Άξιο αναφοράς είναι το λεπτό και ακριβό γούστο των κατοίκων της Θάσου, που αντανακλούσε στις τοπικές ενδυμασίες του νησιού, απαραίτητο συστατικό κάθε μεγάλης εορτής. Συγκεκριμένα, τα νυφικά τους υφάσματα τα έφτιαχναν με λεπτό μεταξωτό ή βαμβακομέταξο ύφασμα. Τα καλύτερα από αυτά είχαν στο άνοιγμα του στήθους και γύρω από τα μανίκια μεταξωτές μπιμπίλες (λεπτές δαντέλες που κεντιούνται με βελόνα) που σχημάτιζαν τα "κοκοράκια". Από πάνω φορούσαν τον "αλατζά", ένα γιλέκο με στενά μανίκια που κατέληγε σε "γλώσσες" (επιμήκεις προεκτάσεις του μανικιού), ραμμένο από ριγέ μεταξωτό ή βαμβακομέταξο ύφασμα σε ράφτη του νησιού και κεντημένο από τον ίδιο στο στήθος και στις γλώσσες με χρυσά κορδόνια. Μετά, φορούσαν το αμάνικο φουστάνι, επίσης ραμμένο από ράφτη σε ακριβή στόφα ή ταφτά και κεντημένο με χρυσό, στο άνοιγμα του στήθους. Στη μέση, έβαζαν την μεταξωτή ποδιά που ήταν στολισμένη γύρω με πλισεδάκι, δαντέλες χρυσές ή διαφορετικού χρώματος στόφα. Η ζώνη ήταν διακοσμημένη με σμάλτο, όμοιου σχεδόν τύπου με τις θρακιώτικες ζώνες. Το μαύρο τσόχινο γιλέκο ήταν το πιο βαριά χρυσοκεντημένο ρούχο που φορούσαν και για το λόγο αυτό ο ράφτης και ο κεντητής του πληρωνόταν με λίρες. Στις αρχές του αιώνα πρόσθεσαν τις γλώσσες των μανικιών στο τσόχινο γιλέκο, κάνοντας το έτσι να φαίνεται με διπλά μανίκια. Στο στήθος έκλειναν το άνοιγμα του πουκαμίσου με χρυσή και πολλές φορές διαμαντένια καρφίτσα. Τα μαλλιά των γυναικών της Θάσου ήταν πλεγμένα σε κοτσίδες. Τα τύλιγαν γύρω από το χαμηλό κόκκινο φέσι του οποίου ο "τεπές" (θολωτή κορυφή καπέλου ή φεσιού) ήταν χρυσοκέντητος ή "στρωμένος" με 4 ή 5 φλουριά. Κάτω από τις κοτσίδες ή πάνω σε αυτές τύλιγαν ένα κίτρινο σταμπωτό βαμβακερό μαντίλι. Τέλος, τις καθημερινές ή στην εκκλησία έριχναν μια μαντίλα μάλλινη και σταμπωτή στους ώμους. Οι κάλτσες, πλεχτές ή αγοραστές ήταν άσπρες, μάλλινες το χειμώνα και βαμβακερές το καλοκαίρι. Βελούδινες κεντητές παντόφλες ήταν αρχικά τα συνήθη υποδήματα των γυναικών της Θάσου, τα οποία γρήγορα αντικαταστάθηκαν από μαύρα, δερμάτινα παπούτσια με κορδόνια. Δείγματα πάντως παραδοσιακής θασίτικης ενδυμασίας μπορεί κανείς να απολαύσει σε διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις του νησιού στις οποίες συμμετέχουν συγκροτήματα παραδοσιακών χορών αλλά και στο Δημοτικό Μουσείο Καβάλας.

Ιακωβίδου Μαριάνθη

Καραπαναγιώτου Φωτεινή

Τσαλίκη Δέσποινα

 

Γέννα (τοκετός) και έθιμα γύρω απ' αυτή

Γέννα (τοκετός) και έθιμα γύρω απ' αυτή

Πρωταρχικής σημασίας γεγονός για τον τρόπο ζωής των Θασίων αποτελούσε η Γέννα. Η Γέννα είναι όχι μόνο η φυσική διαιώνιση του είδους, αλλά και η διαδοχή των γενεών, μέσα στη μικροκοινωνία του χωριού. Αυτή τη γέννα, λοιπόν, όπως γινόταν την παλιά εποχή στη Θάσο, καταγράψαμε κι εμείς, μέσα από τις αφηγήσεις γηραιών Θασίων, ανδρών και γυναικών.

Προετοιμασία της Γέννας

Όσο πλησίαζε ο καιρός της γέννας, στο σπίτι που περίμεναν το ευτυχές γεγονός γινόταν οι σχετικές προετοιμασίες. Η έγκυος καλούσε τη μαμή κι εκείνη, αφού την εξέταζε, αποφαινόταν για το πότε περίπου θα γεννήσει. Υπήρχε πάντα μια περίοδος χάριτος μιας εβδομάδος, πριν ή μετά τη λήξη της 9μήνης κύησης. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι πρακτικές μαμές, παρά την έλλειψη επιστημονικών γνώσεων, σπάνια έκαναν λάθος στην ακριβή ημερομηνία του τοκετού!
Οι γυναίκες του σπιτιού έκοβαν παλιά θασίτικα "φ'στάνια", από τους ποδόγυρους έκαναν τις "φασκιές" ή "τυλίχτρες" και από άλλα σημεία τα "κωλόπανα" ή "κωλοπάνια". Στη συνέχεια, τα έβραζαν σε ζεματιστό νερό και τα φύλαγαν σε καθαρό μέρος.
Ο πατέρας ή κάποιος από τους φίλους του κατασκεύαζε την ξύλινη κούνια. Τις περισσότερες φορές η κούνια αυτή πήγαινε από μωρό σε μωρό μέσα στην οικογένεια. Η κούνια αυτή δεν ήταν η πιο συνηθισμένη κούνια στα σπίτια της Θάσου.Στα περισσότερα θασίτικα σπίτια η κούνια ήταν μια αιώρα. Αποτελούνταν από δυο πασσάλους που ενώνονταν με ένα γερό πανί ή κουβέρτα, ώστε να δημιουργείται ένα κοίλωμα για την εναπόθεση του μωρού. Αυτή την κατασκευή την κρεμούσαν με δυο μακριά σχοινιά από δυο χαλκάδες του ταβανιού, τις "χαρταλαμίδες", είτε επάνω από το κρεβάτι του ανδρόγυνου είτε δίπλα, ώστε να μπορεί η μητέρα - χωρίς κόπο - να σηκώνεται τη νύχτα, για να κουνά και να νανουρίζει το μωρό της, "θασίτικη ευρεσιτεχνία".

Η Μαμή

Πρωταγωνίστρια σε μια γέννα, εκτός από την έγκυο, ήταν η μαμή. Εκείνο τον καιρό, στα χωριά της Θάσου δεν υπήρχαν ούτε μαιευτήρες ούτε μαίες με επιστημονική κατάρτιση. Οι λιγοστοί γιατροί του νησιού δεν μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν και να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες, γι' αυτό οι πρακτικές μαμές ήταν αρμόδιες για μια γέννα. Η μαμή, σε κάθε χωριό, ήταν μια γριά ή μια ώριμη γυναίκα, που είχε μαθητεύσει κοντά σε κάποια άλλη πρακτική μαμή και κατείχε την τεχνική του έργου της μαίας κατά τον τοκετό. Η τεχνική αυτή που στηριζόταν σε παλιά έθιμα και στην εμπειρία τόσων χρόνων άσκησης του επαγγέλματος, ήταν περίπου όμοια σε όλες τις μαμές της Θάσου. Οι υπηρεσίες που πρόσφεραν αυτές οι πρακτικές μαίες, όπως η παροχή ιατρικών συμβουλών, φαρμακευτικών βοτάνων, σιροπιών και αλοιφών για κάθε νόσο, καθώς επίσης και η στάση τους ως συμβούλων κάθε έγγαμης γυναίκας για γυναικολογικά προβλήματα, και, πολλές φορές για προβλήματα συζυγικών και οικογενειακών σχέσεων, ήταν πολύτιμες, σ' κείνη την εποχή της έλλειψης ιατρικής περίθαλψης και νοσηλείας. Δεν ήταν πάντοτε αλάθητες, αλλά κανείς αλάθητος σ' αυτόν τον κόσμο! Αξίζει, λοιπόν, κάθε τιμή και έπαινος στις πρακτικές μαμές της Θάσου!

Η Γέννα

Επιτέλους έφθανε η μεγάλη μέρα! Άρχιζαν στην έγκυο οι "μάγνες", όπως ονόμαζαν στη Θάσο τους πόνους του τοκετού. Αμέσως ειδοποιούσαν και έφθανε η μαμή στο σπίτι. Πολλές φορές, μάλιστα, ήταν τόσο σίγουρη για την ακριβή ημερομηνία της γέννας που έφθανε μόνη της, πριν την καλέσουν. Ερχόταν με τις "αλλαξιές της και τα στρωσίδια της", γιατί θα ζούσε αρκετές μέρες δίπλα στη λεχώνα. Ολόκληρο το σπίτι βρισκόταν πια κάτω από τις εντολές της! Πρώτη της δουλειά ήταν να εξετάσει την έγκυο, για να διαπιστώσει σε πιο στάδιο εξέλιξης βρισκόταν ο τοκετός. Η εξέταση γινόταν είτε με το δάκτυλο, κολπικά, είτε με απλή ψηλάφηση της κοιλιάς. Από τις συγγένισσες και τις φιλενάδες της επίτοκης η μαμή διάλεγε δυο - τρεις, ρωμαλέες και έμπειρες, που θα ήταν οι λεγόμενες "δέχτρες" και θα εκτελούσαν καθήκοντα βοηθού μαίας. Αμέσως καθαριζόταν το δωμάτιο και, αν έκανε κρύο, θερμαινόταν. Απαγορευόταν η είσοδος σ' αυτό σε όλους, εκτός από τις απασχολούμενες με τον τοκετό. Έφερναν ένα εικόνισμα της Παναγίας, άναβαν ένα κερί και προσεύχονταν, επίτοκος, μαμή και "δέχτρες" για την αίσια έκβαση του τοκετού. Η κατάσταση είναι πάντοτε αβέβαιη σε μια γέννα και η "εξ ύψους βοήθεια" είναι απαραίτητη! Έβραζαν νερό στη χύτρα του τζακιού. Οι γυναίκες του σπιτιού έτριβαν χοντρό αλάτι, που είχαν τότε για τις οικιακές ανάγκες, και το μετέβαλαν σε πολύ ψιλό. Έφερναν στο δωμάτιο, φρεσκοπλυμένη με νερό και σαπούνι, μια ογκώδη πέτρα, τη λεγόμενη "σκαμνιά". Μέχρι να φθάσει η ώρα του τοκετού, η μαμή έβαζε την έγκυο να περπατάει μέσα στο δωμάτιο, για να "κατέβει" πιο γρήγορα το παιδί κι εκείνη να πονάει λιγότερο. Όταν η μαμή έκρινε ότι "ήρθε η ώρα", τοποθετούσε μια καθαρή πετσέτα επάνω στη "σκαμνιά" και οι "δέχτρες" βοηθούσαν την επίτοκο να καθίσει σ' αυτή και να ανοίξει τα πόδια της, για να "πετάξει" πιο εύκολα το παιδί. Οι "δέχτρες" έσφιγγαν με τα χέρια τη μέση και την κοιλιά της ετοιμόγεννης, για να "πέσει" πιο γρήγορα το παιδί και να μην ανέβει επάνω το ύστερο και το ... πνίξει! Επίσης έβαζαν τα μαλλιά της, που ήταν τότε μακριά, στο στόμα της, για να της προκαλέσουν ναυτία. Πίστευαν ότι έτσι θα γινόταν οι "μάγνες" δυνατότερες και ταχύτερη η έξοδος του παιδιού. Η μαμή, γονατιστή ανάμεσα στα σκέλια της επιτόκου, την υποβοηθούσε με κατάλληλες κινήσεις και συμβουλές, κάνοντας το λεγόμενο "ξαγώγισμα", δηλαδή με λαδωμένα δάκτυλα προέβαινε σε κάποια διάνοιξη του κόλπου.

Το νεογνό

- Μόλις το νεογνό "έπεφτε" , η μαμή έκοβε τον ομφάλιο λώρο με ένα καθαρό ψαλίδι και τον έδενε με μια κλωστή. Αν το νεογέννητο δεν έκλαιγε, το τσιμπούσε για να κλάψει ή το "τίναζε". Αν και πάλι η προσπάθεια δεν είχε αποτέλεσμα, μια "δέχτρα" το τσιμπούσε στον πρωκτό με ένα λεπτό κούφιο καλαμάκι. Έπρεπε, οπωσδήποτε, το μωρό να κλάψει, για να πεισθούν ότι "έχει ζωή". Η μαμή έπλενε το νεογέννητο σε χλιαρό νερό. Τη θερμοκρασία του νερού τη δοκίμαζε με τον αγκώνα της. Εάν το σημείο αυτό του χεριού της ανεχόταν τη θερμότητα, τότε ήταν κανονική για το μωρό. Μετά το πλύσιμο, έπαιρνε τριμμένο αλάτι και πασπάλιζε το σώμα του μωρού, για να μην μυρίζει άσχημα, όπως έλεγαν, όταν μεγαλώσει. Κάποιες μαμές το "αλάτισμα" το έκαναν διαλύοντας το αλάτι μέσα στο χλιαρό νερό του μπάνιου. Το μωρό θα έμενε αλατισμένο για τρεις μέρες. Η μαμή λέρωνε τα δάχτυλα της στη μαυρίλα του τζακιού και έκανε στο πρόσωπο του μωρού μια μουντζούρα, για να μην το ματιάζουν. Όταν ήταν "αλατισμένο", το τύλιγε στις "φασκιές" και στα "κωλοπάνια" σφικτά, φροντίζοντας το κορμί, τα χέρια και τα πόδια να είναι σε ευθεία θέση, για να γίνει το παιδί ευθυτενές. Το σύστημα του φασκιώματος του μωρού, τουλάχιστον στον ύπνο, θα έπρεπε να συνεχιστεί επί ένα χρόνο περίπου. Η μαμή, κάνοντας μαλάξεις με το χέρι της, προσπαθούσε να διορθώσει τυχόν δυσμορφία του κρανίου, της μύτης ή των χειλιών του μωρού. Μ' ένα μαντίλι τύλιγε το κρανίο του, για να "σφίξει". Ζύμωνε και μαλάκωνε με τα χέρια της αγνό κερί και το άπλωνε, για προστασία, στο "απαλό" του κρανίου του μωρού. Τέλος η μαμή, με κάθε επισημότητα, έπαιρνε στην αγκαλιά της το φασκιωμένο μωρό και το παρουσίαζε, για λίγο, στον πατέρα και στους άλλους συγγενείς, για να δώσει τα "συγχαρίκια" και να δεχτεί ένα φιλοδώρημα, ανάλογο με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας και το φύλο του νεογέννητου. Ένα "γερό αγόρι" ήταν ό,τι περίμενε ο κάθε πατέρας! Το κορίτσι γινόταν δεκτό ευχάριστα, μόνο αν ο ερχομός του ακολουθούσε τη γέννηση άλλου ή άλλων αγοριών! Είναι και αυτό δείγμα της πατριαρχικής κοινωνίας που συναντούμε στη Θάσο.

Η Λεχώνα

Εν τω μεταξύ, οι "δέχτρες" είχαν καθαρίσει τη λεχώνα και η μαμή της έριχνε στον κόλπο με το χέρι αγνό λάδι, για να "μαλακώσει και να απολυμάνει τα μέσα της". Στη μέση της λεχώνας έδενε τρίχινο σκοινί, που έπρεπε να το "φέρει" 40 μέρες, για να "σφίξουν τα μέσα της". Το σκοινί αυτό αποκτούσε, έτσι, "γονιμοποιητικές ιδιότητες". Το φορούσαν στη συνέχεια οι στείρες για να αποκτήσουν παιδιά. Την πρώτη μέρα το φαγητό της λεχώνας ήταν μόνο "κρεμμυδοζούμι", δηλαδή μια σούπα ζεστή, που μαγείρευε η μαμή με πολλά κρεμμύδια, ρύζι και λάδι. Επίσης την πρώτη μέρα της έδιναν και πολλά τσάγια. Η λεχώνα, επί οκτώ ημέρες, δεν έπινε κρύο νερό και δεν έτρωγε ούτε κρέας και ψάρι ούτε ψωμί ούτε κάτι αλμυρό. Για οκτώ μερόνυχτα η λεχώνα δεν σηκωνόταν καθόλου από το κρεβάτι, για να "κλείσει", όπως πίστευαν. Για 40 μέρες δεν έβγαινε έξω και δεν έμενε ούτε ένα λεπτό μονάχη! Σύμφωνα με το έθιμο, αν δεν υπήρχε κάποιος μέσα στο σπίτι, άφηναν μια σκούπα όρθια δίπλα της για προστασία. Για 40 ημέρες κανείς δεν επιτρεπόταν να μπει στο σπίτι μετά το ηλιοβασίλεμα, ούτε και αυτοί που συγκατοικούσαν μαζί της! Αν υπήρχε απόλυτη ανάγκη, τότε θυμιάτιζαν καλά τον εισερχόμενο με λιβάνι, τον "σταύρωναν" και άφηναν έξω από το σπίτι τα παπούτσια του, το πανωφόρι του και το καπέλο του. Μετά το σαραντάημερο η πρώτη έξοδος της λεχώνας ήταν η επίσημη μετάβαση της με το νεογνό στην εκκλησία, με την συνοδεία των δικών της, για να ευχαριστήσει το θεό και να πάρει την ευχή της εκκλησίας. Αν υπήρχε ανάγκη εξόδου νωρίτερα, μπορούσε να γίνει με τη συμπλήρωση εικοσαήμερου, οπότε έπαιρνε ευχή "μισού σαραντισμού". Αμέσως μετά τη γέννα, επιπλέον, η μαμή, που ζούσε στο ίδιο δωμάτιο με την λεχώνα και την υπηρετούσε σε όλα, χάραζε τρεις σταυρούς πίσω από την πόρτα για την προστασία της από κάθε κακό. Με όλα αυτά τα έθιμα καλυπτόταν η προστασία της υγείας της λεχώνας και η ασφάλεια της, στην περίοδο αδυναμίας που βρισκόταν.

Το Μωρό

Τρεις μέρες μετά την γέννηση του, η μαμή έκανε το επίσημο λουτρό του μωρού, με την παρουσία όλης της οικογένειας, των συγγενών και των φίλων. Όλοι έριχναν νομίσματα μέσα στην λεκάνη για τη μαμή και εύχονταν στους γονείς. Παράλληλα, "ασήμωναν" (προσέφεραν) και κάποιο δώρο για το νεογνό ή τη λεχώνα. Την ίδια μέρα ερχόταν και ο παπάς να διαβάσει μια ευχή για το νεογνό. Η μαμή γιάτρευε, με το δικό της τρόπο, τις πρώτες ασθένειες του μωρού.
  • Με σκόνη καφέ θεράπευε τα συγκάματα.
  • Γιάτρευε το έκζεμα στο κεφάλι, το λεγόμενο "μούρα", αλείφοντας δυο τρεις μέρες με λάδι το ασθενές σημείο.
  • Μ' ένα έμπλαστρο από ξερά σύκα διέλυε το πρήξιμο, "το αμπέλι", στα χεράκια ή τα ποδαράκια του μωρού.
  • Αν το νεογέννητο κινδύνευε να πεθάνει αμέσως μετά τη γέννα και δεν βρισκόταν ιερέας εκείνη την ώρα, τότε η μαμή το ύψωνε προς την ανατολή και έλεγε: "Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος σε ονομάζω.....': και του έδινε ένα όνομα, επειδή δεν έπρεπε το παιδί να πεθάνει αβάπτιστο.
Σύμφωνα με την διαιτητική της πρακτικής μαμής, το μωρό πρέπει να θηλάζει μέχρι δυο και τριών χρονών. Όταν γίνει ενός έτους, μπορεί να πάρει και άλλες τροφές, οι οποίες όμως, προηγούμενα, θα έχουν μασηθεί λίγο από τη μητέρα. Αυτές τις μασημένες τροφές τις έλεγαν "μιαμ-μιαμ". Κατά την περίοδο του θηλασμού τύλιγαν ένα λουκούμι σ' ένα τουλπάνι και το κρεμούσαν με σπάγκο από κάποιο σημείο της κούνιας. Έτσι το μωρό, πιπιλώντας το τουλπάνι, ξεγελούσε τη πείνα του και δεν έκλαιγε! Υπήρχε και εθιμική πρόβλεψη για το μέλλον του παιδιού, ανάλογα με τη μέρα της γέννησης του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το λαϊκό θασίτικο τραγούδι που προφητεύει:
"Δευτέρα, Τρίτη πλούσιος,
Τετάρτη κακογραμμένος,
Πέμπτη κακορίζικος,
Παρασκευή ο ξένος
και το Σαββατοκύριακο ο αντρειωμένος."
Έτσι γεννιόταν τα παιδιά εκείνον τον παλιό και όχι και τόσο καλό καιρό στη Θάσο, το νησί μας. Και αυτά τα παιδιά έγιναν άνδρες και γυναίκες, που έγραψαν με το μόχθο τους και την αξιοσύνη τους τη νεότερη ιστορία του όμορφου αυτού νησιού!
Μάλαμα Ελένη, Μαντέχου Στέλλα

Εξόρυξη μαρμάρου

Εξόρυξη μαρμάρου 

Σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΩ-Τ.Ε.Ε. (παρ. A.M.), το 1991 υπήρχαν 21 λατομεία στη Θάσο που λειτουργούσαν νόμιμα και 8 που λειτουργούσαν παράνομα (1 στην περιοχή Λιμένα και 7 στην περιοχή Παναγίας). Η συντριπτική πλειοψηφία τους εντοπίζεται στο ΒΔ τμήμα του νησιού μεταξύ των χωριών Ραχώνι, Θάσος και Παναγία, δηλαδή στο τμήμα όπου υπάρχουν και οι τελευταίες εναπομείνασες άκαφτες εκτάσεις δάσους. Οι περιοχές Μούργεια (2 λατομεία) και Σαλιάρη (20 λατομεία) παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από άποψη αποθεμάτων και ποιότητος.
Τα περισσότερα λατομεία ξεκίνησαν να λειτουργούν μετά το 1977, όταν έπαψε η εξόρυξη μαρμάρου από την Πεντέλη Αττικής. Από το 1979 το λευκό μάρμαρο της Θάσου (γνωστό από την αρχαιότητα και σε ευρεία χρήση στους ρωμαϊκούς χρόνους), γίνεται περιζήτητο και εξάγεται κυρίως σε αραβικές χώρες. Η μεγάλη ζήτηση, σε συνδυασμό με την έλλειψη άλλων κοιτασμάτων λευκού μαρμάρου στην Ελλάδα, οδήγησε στην άναρχη λατόμευση των μαρμαροφόρων περιοχών του νησιού. Η παραγωγή από 3.500 κυβικά το 1978, φτάνει τα 50.000 κυβικά το 1984!
Η εξόρυξη μαρμάρου όμως έχει μια σειρά από επιπτώσεις σύμφωνα με τους Ν. Ελευθεριάδη και Δ. Εμμανουλούδη (1992):

Περιβαλλοντικές:

  • Καταστροφή του δάσους.
  • Καταστροφή του εδάφους και διάβρωση.
  • Απορρύθμιση της υδατικής οικονομίας,
  • Στέρηση καταφυγίου και τροφής για τα άγρια ζώα.
  • Ηχορρύπανση.
  • Ρύπανση από σκόνη.

Αισθητικές:

  • Καταστροφή φυσικών στοιχείων του τόπου.
  • Εξαφάνιση οπτικών γραμμών τοπίου,
  • Εμφάνιση ανθρωπογενών χαρακτηριστικών.
  • Εικόνα εγκατάλειψης,
  • Περιορισμένη παρουσία κάθε μορφής ζωής.

Κοινωνικές:

  • Καταστροφή αρχαίων λατομείων,
  • Εξαφάνιση πηγών και αλλοίωση των ορίων υπόγειων υδροκριτών.
  • Κίνδυνοι πρόκλησης πυρκαγιάς.
  • Μείωση αξίας κατοικιών και οικοπέδων,
  • Κίνδυνοι και θόρυβοι κατά τη μεταφορά στα χωριά και τα ferry boats

Οι εκμεταλλευτές του μαρμάρου, παρά την κατακραυγή, προτείνουν να λειτουργούν 50 λατομεία στην περιοχή Σαλιάρη και 100 σε άλλες περιοχές του νησιού, περιμένοντας κέρδη 50 δις (δραχμές) το χρόνο και για 100 χρόνια! Μπορούμε να φαντασθούμε την εικόνα της Θάσου σε μια τέτοια περίπτωση; Από τους ιδιοκτήτες των λατομείων, ελάχιστοι είναι Θάσιοι, με αποτέλεσμα τα περισσότερα χρήματα από την εκμετάλλευση να μη μένουν στο νησί. Ακόμη, αν υπολογίζονταν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις ως οικονομικό κόστος, το παραπάνω ποσό θα μειωνόταν, γιατί, αντί να καταλήξει στις τσέπες των επιτήδειων, σημαντικό ποσοστό θα πήγαινε στην αποκατάσταση και προστασία του περιβάλλοντος.

Έτσι, οικονομικά και περιβαλλοντικά, η εκμετάλλευση μαρμάρου είναι προβληματική. Δυστυχώς, οι ελληνικές κυβερνήσεις, λόγω του συναλλάγματος που προέρχεται από τις εξαγωγές, ανέχονται τις καταστροφικές πρακτικές που εφαρμόζονται σε ορισμένες από τις ομορφότερες περιοχές της Θάσου. Οι υπεύθυνοι για την πυρκαγιά του '85, που σύμφωνα με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας ξεκίνησε από μαρμαρολατομείο στη δασική θέση Φουρνί, παραμένουν ατιμώρητοι.

http://www.thassos-island.org/el/thassos/ite
 

ΘΑΣΟΣ : Αφιέρωμα-Η παραδοσιακή φορεσιά της Θάσου

Η παραδοσιακή φορεσιά της Θάσου

H νήσος Θάσος τοποθετημένη από το χέρι του Θεού στο βόρειο Αιγαίο, γειτνιάζει με την πόλη της Καβάλας. Είναι όμως κοντά και στα μεγάλα αστικά κέντρα της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης. Από παλαιά οι εμπορικές συναλλαγές όπως και άλλες δραστηριότητες σε σχέση με τις ανωτέρω πόλεις είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μίας πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς, που χαρακτηρίστηκε από πλήθος Βυζαντινών στοιχείων, τα οποία διαφαίνονται και διατηρούνται έως και τις ημέρες μας. 

Η παραδοσιακή φορεσιά της Θάσου

Βυζαντινής τεχνοτροπίας και ύφους είναι και οι ενδυματολογικές επιλογές των Θασίων γυναικών. Η τοπική ενδυμασία των αντρών, δεν έχει κανένα σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Η νησιώτικη βράκα ισορροπεί ανάμεσα στα σκέλη, που κλείνουν κάτω απ' το γόνατο. Γιλέκο σταυρωτό, παπούτσια χαμηλά, με μάλλινη κάλτσα, και κάλυμμα κεφαλιού μαύρο, σαν καθιστό φέσι.

Έτσι, στην γυναικεία φορεσιά συναντούμε βαριά και φίνα υφάσματα όπως βελούδο, μετάξι κ.α. χρυσοκεντημένα με φιστόνι και σε σχεδιαστικά μοντέλα που φανερώνουν το αρχαιοελληνικό και βυζαντινό πνεύμα στην ενδυμασία.

  Στο σύνολο της η φορεσιά, η οποία φοριόταν έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα και σε μεμονωμένες περιπτώσεις από γερόντισσες ως τις ημέρες μας αποτελείται από το «φστάνι», το «πκάμσο», την «τραχηλιά», τον «αλατζά», το «τσικέτο», την «ποδιά», το «ζουνάρ», το «σπαλέτο» και τα «σκφούνια».

Τα βαρύτιμα, κυρίως μεταξωτά φστάνια ή φστάρες συναντώνται σε ποικίλους χρωματικούς συνδυασμούς όπως ροζ, φους, γαλάζιο κ.α. είτε μονόχρωμα είτε διανθισμένα με μοτίβα ομοίου ή άλλου χρώματος. Αμάνικα και μακριά, σχεδόν ως τον αστράγαλο, στολίζονται στο V της λαιμουδιάς και στον ποδόγυρο με χρυσαφί σιρίτια και άλλα πολύχρωμα γαϊτάνια. Ιδιαίτερα φαρδιά στο κάτω άκρο φοριούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν τα λεγόμενα «κανάτια».

  Στο χωριό Πρίνος τα φστάνια παρουσιάζονται μονόχρωμα σε μαύρο, σκούρο μπλε, βυσσινί και όχι λουλουδάτα. Έχουν μικρό σκίσιμο στα πλαϊνά του ποδόγυρου και είναι κεντημένα με σιρίτια και πούλιες.

Η τραχηλιά και το πκάμισο χρησιμοποιούνται ως εσώρουχα και είναι λευκά. Έτσι, μέσα από τη φστάρα, στη λαιμουδιά φοράνε την τραχηλιά, βαμβακερή ή μεταξωτή και είναι ένα χειροτέχνημα από κοπτό και δαντέλα. Η κα Άννα Παπαγεωργίου από τον Πρίνο, μας περιγράφει με απαράμιλλο τρόπο όπως παρακάτω:

«Πκάμισο το λεν, όχι πουκάμισο, θα το γράψεις όπως το λέγαν. Είναι μακρύ μέχρι τον αστράγαλο κι από κατ' έχει δαντελίτσα με «κουτσούδες», πλεκτό με το βελονάκι, άσπρο και αυτό κι η δαντέλα και τα μανίκια είναι πιο κοντά γιατί «μπαιν από παν ο αλατζάς». Δε θα βγει το πκάμισο απ'το «χερότ», ίσα-ίσα να φαίνεται λίγο η δαντέλα».

  Ο αλατζάς είναι ένα κοντό γιλέκο μεταξωτό ή βελούδινο. Έχει στενά μανίκια, που καταλήγουν στα χερότια. Ο καλός αλατζάς είναι κεντημένος με χρυσό φιστόνι, ενώ ο καθημερινός με μαύρο. Συναντάται συνήθως σε χρώμα κόκκινο, καφέ, βυσσινί, πράσινο και κυπαρίσσι.

Το τσικέτο είναι το γιλέκο που φοράνε πάνω από τον αλατζά. Φτιάχνεται από μαύρο ή μπλε βαθύ βελούδο και είναι χρυσοκεντημένο στο περίγραμμα του, στην πλάτη και στα μανίκια, το λεγόμενο «ολόπλακο». Από τσόχα καλής ποιότητας είναι ραμμένα τα χειμερινά τσικέτα για να είναι πιο ζεστά, όλα κεντημένα με βάση τη φαντασία των Θασίων γυναικών. Πραγματικά έργα τέχνης.

  Οι ποδιές είναι άλλοτε πολύχρωμες με τριαντάφυλλα και άλλα σχέδια στην ύφανση τους και μονόχρωμες. Οι λουλουδάτες είναι συνήθως στρογγυλές στο κάτω μέρος και έχουνε πολλά «χαραλαμπίδια», δηλαδή πιέτες, δαντέλες, νερβύρ κ.α. ενώ οι μονόχρωμες είναι κεντημένες  στο μέσο τους ή στη μπορντούρα με κλωστές ζωηρού χρώματος ροζ, κροκί, κίτρινο. Οι Πρινιότικες ποδιές είναι οι περισσότερες βυσσινί ήμαύρες, κεντημένες επίσης με ολόπλακο και στολισμένες πολλές φορές με φλουριά. Ποδιές υπάρχουν και υφαντές. Είναι μάλλινες με «σταμνάκια» και άλλα σχέδια και φοριούνται ως καθημερινές το χειμώνα. Σε αυτές συχνά ράβουνε πούλιες.

Κάτω από την ποδιά φοράνε το ζουνάρ το οποίο είναι μονόχρωμο, κυρίως μάλλινο ενώ τα υφαντά ζουνάρια είναι βαμμένα με λουλάκι. Πάνω από το ζουνάρ και την ποδιά βάζουνε τη «πόρπα» ή αλλιώς το «μπακιροζούναρο».

  Στο κεφάλι φορούν το σπαλέτο, που είναι μία μαντίλα μεγάλων διαστάσεων, την οποία είτε την αφήνουν να πέφτει ριχτή, είτε τη δένουν γύρω από το λαιμό. Κάτω από το σπαλέτο τοποθετούν ένα μικρό φέσι, πάνω στο οποίο τυλίγουν τις πλεξούδες τους και το «σαρίκι», που είναι ένα κομμάτι υφάσματος ή μαντήλι χρώματος βυσσινί, καφέ, κίτρινου κ.α.

Οι γυναίκες της Θάσου, σημειώνουμε ότι παλαιότερα είχανε πλεξίδες, οι οποίες πολλές φορές έφταναν έως την «κλείτσα», δηλαδή την κλείδωση του γόνατου. Τέλος, στα πόδια φοράνε τα σκφούνια, άσπρες κάλτσες πλεχτές με βελόνες, που το χειμώνα είναι μάλλινες και το καλοκαίρι βαμβακερές. Όσον αφορά τα υποδήματα πριν από την εμφάνιση των δερμάτινων παπουτσιών φορούσανε βελούδινες παντόφλες ή πασούμια.

Καταγράφοντας πληροφορίες για τα κοσμήματα που στολίζουν τη φορεσιά ακούσαμε την κυρία Γαλάνη Παναγιώτα να μας αφηγείται:

«στη λαιμουδιά φορούσαν καρφίτσες χρυσές και καδένες. Είχε η γιαγιά 'μ μια καδένα μπρούστο μάλλον την έλεγαν, με πέτρες κόκκινες, μπλε και κίτρινες. Αυτό το έπιανε όχι στο τσικέτο, αλλά επάν στο φστάνι, εδώ που έχει τα νερβύρια. Φορούσαν και σκλαρίκια. Φλουριά έβαζαν οι πλούσιες στην ποδιά
Image 2 of 8 | You are viewing the image with filename 2.jpg
Image 3 of 8 | You are viewing the image with filename 3.jpg
Image 4 of 8 | You are viewing the image with filename 4.jpg
Image 5 of 8 | You are viewing the image with filename 5.jpg
Image 6 of 8 | You are viewing the image with filename 6.jpg
Image 7 of 8 | You are viewing the image with filename 8.jpg
Image 8 of 8 | You are viewing the image with filename 9.jpg

 http://www.thassos-island.org/el