
Παναγιώτης Κασάπης
Του Παναγιώτη. Δ. Κασάπη
Εβδομίστα, Κιούπκιοϊ ,Πρώτη, όπως και να το ονομάσεις διαχρονικά, είναι ένα από τα στολίδια του Παγγαίου. Καρφιτσωμένο θαρρείς στις δασωμένες του πλαγιές, φαίνεται να αγναντεύει νοσταλγικά αλλά υπερήφανα τον κάμπο του Στρυμονικού κόλπου. Αν και ημιορεινό χωριό, χτισμένο στους πρόποδες του βουνού είναι ένας τόπος ευλογημένος για τις φυσικές του ομορφιές, το ιδιαίτερο κλίμα του, την ηλιοφάνεια τόσο στο περιβάλλον όσο και στις καρδιές των κατοίκων του. Άνθρωποι ζεστοί, φιλόξενοι, εργατικοί και έξυπνοι, αντελήφθησαν από νωρίς ότι για να επιβιώσουν με τον μικρό κλήρο που διέθεταν, χρειάζονταν μία παραγωγή ιδιαίτερη για την περίπτωσή τους.
Η έλλειψη κατάλληλου αρδευτικού συστήματος και νερών, λόγω των λίγων βροχοπτώσεων στην περιοχή, καθώς και η φτωχή γονιμότητα του εδάφους ώθησαν τους κατοίκους στην καλλιέργεια του μοναδικού φυτού που αντέχει στην ξηρασία και δίνει μεγάλη παραγωγή σε σχετικά μικρή έκταση, του…καπνού.
Πολλές γενεές ασχολήθηκαν με την καλλιέργειά του , έθρεψαν φαμίλιες, σπούδασαν παιδιά κι εγγόνια. Παρ’ όλη τη φτώχια που έδερνε την επαρχία τα χρόνια εκείνα, οι Πρωταίοι όπως κι όλοι οι Παγγαιορίτες ποτέ δεν πείνασαν, σε αντίθεση με τα χωριά του κάμπου που ζώντας μέσα στα έλη και τα κουνούπια υπέφεραν από ανέχεια κι αρρώστιες.
Η καλλιέργειά του ιδιαίτερη και πολύ κουραστική, τόσο που…ευχή και κατάρα των γονιών προς τα παιδιά τους ήταν να σπουδάσουν, να επιχειρήσουν σε άλλο τομέα, ακόμη και να ξενιτευτούν για να γλυτώσουν από το θηρίο. Όμως…μήπως αυτό ήταν και η αιτία που τους ωφέλησε; γιατί πρώτον, κάθε σπίτι είχε εισόδημα για να ζήσει υποφερτά και δεύτερον η απέχθεια προς αυτό έγινε αφορμή να σπουδάσουν, να ασχοληθούν σε άλλους τομείς της οικονομίας και να πετύχουν. Μήπως η δυσάρεστη παρουσία του ήταν τελικά ευλογία;
Ο μπασμάς είναι από τις δυσκολότερες και απαιτητικότερες ποικιλίες καπνών. Όμως οι Πρωταίοι και όλοι οι Παγγαιορίτες ήταν ζυμωμένοι με τη δουλειά από τα γεννοφάσκια τους , σφυρηλατημένοι στο καμίνι και στο αμόνι της ζωής. Η καλλιέργεια του καπνού αρχίζει το Μάρτιο με τα φυτώρια (χασλαμάδες).Πρώτα η σπορά του καπνόσπορου στα χασλαμαλίκια. Τακτικό πότισμα με το ποτιστήρι, που στην άκρη του είχε το φισκέ, για να φυτρώσουν και ακολουθούσε το σχετικό ξεβοτάνισμα. Ατέλειωτες ώρες σκυμμένοι υπομονετικά ,ξερίζωναν τα αγριόχορτα για να δυναμώσουν τα νεαρά φυτά του καπνού. Η δουλειά συνεχίζεται το Μάιο με τη φυτεία. Δουλειά δύσκολη, κουραστική, απάνθρωπη. Όλα γίνονταν με το χέρι. Άνοιγαν με την τσάπα αυλάκια και με το μπασκί ρίζα-ρίζα φύτευαν το καπνό τον οποίο στη συνέχεια πότιζαν με το ποτιστήρι, που στην άκρη του είχε το ιμβζίκι, ένα μικρό βρυσάκι που οδηγούσε το νερό στη ρίζα. Η μεταφορά του νερού γινόταν με τα ζώα από παρακείμενες δεξαμενές μέσα στα ξύλινα καδιά. Πόσοι και πόσοι από μας δεν βράχηκαν ή έπεσαν μέσα στη δεξαμενή λυγισμένοι από το βάρος του γεμάτου τενεκέ ή σπρωγμένοι από το κεφάλι του ζωντανού τους. Ακολουθούσε το σκάλισμα, το γέμισμα με χώμα της ρίζας του φυτού, το ξεντύπιασμα , το ράντισμα, το καθάρισμα από το ταούνοτι και τέλος το σπάσιμο των φύλλων, η συγκομιδή.
Στις τρεις τα ξημερώματα, όλοι ήταν στο πόδι. Άντρες, γυναίκες και παιδιά ξεπεταρούδια, συμμετείχαν στον κοινό αγώνα της επιβίωσης. Ο πατέρας σαμάρωνε τα ζωντανά, άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, φόρτωνε τα κοφίνια, ανέβαιναν οι μεγάλοι στα σαμάρια ενώ οι μικροί στα καπούλια των ζώων και ξεκινούσαν βιαστικά για το καπνοχώραφο. Έπρεπε να φτάσουν γρήγορα, να προλάβουν τη δροσιά της νύχτας για να σπάνε εύκολα τα φύλλα του καπνού. Αυτά ωριμάζουν σταδιακά τρία με τέσσερα φύλλα την κάθε φορά. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε χωράφι έπρεπε να πάμε τουλάχιστον τέσσερες φορές για να μαζέψουμε τα κάπως κιτρινισμένα φύλλα, το χέρι όπως το λέγαμε. Πρώτα ή ντίπια, δεύτερα, τρίτα και τέταρτα ή ούτσια. Όσο ανεβαίναμε προς τα πάνω η ποιότητα γίνονταν καλύτερη, αλλά έπρεπε να μαζευτούν στην ώρα τους πριν παραωριμάσουν και πέσει η ποιότητά τους. Όπως επίσης δεν έπρεπε να μαζευτούν πράσινα και άγουρα γιατί δεν θα ήταν εμπορεύσιμα. Επομένως εδώ χρειάζονταν η πείρα και η ικανότητα του καπνοπαραγωγού , ώστε όλα να γίνουν στην ώρα τους. Γύρω στις δέκα με έντεκα η ώρα, όταν τα κοφίνια είχαν πλέον γεμίσει, τα φορτώναμε στα ζώα και φεύγαμε για το χωριό. Μετά το ξεφόρτωμα στην αποθήκη άρχιζε το μπούρλιασμα ή βελόνιασμα του καπνού. Φύλλο- φύλλο τα περνούσαμε όλα στην βελόνα που είχαμε κάτω από τη μασχάλη. Χρειάζονταν υπομονή, ώρες πολλές και μεγάλη προσπάθεια για να τελειώσουν τα κοφίνια. Η αϋπνία και η κούραση βάραινε τα βλέφαρα και πολλές φορές μας έπαιρνε ο ύπνος πάνω στη βελόνα. Στις ατέλειωτες αυτές ώρες μοναδική διασκέδαση ήταν οι ιστορίες του πατέρα, τα παραμύθια που έφτιαχνε ο ίδιος με τη φαντασία του, η συζήτηση και ο διάλογος, οι παροιμίες , τα γνωμικά και τα αινίγματα. Απαραίτητο το τραντσιστοράκι για να ακούμε τραγούδια της εποχής και τις αγαπημένες ραδιοφωνικές σειρές. Ποιος θα ξεχάσει από τους παλαιότερους το Λαμπίρη με τη Τζοβάνα και τη γιαγιά Ανούσκα. Την μικρή μου πικρή αγάπη και διάφορες άλλες κοινωνικές ιστορίες όπως τώρα με τα σίριαλ της τηλεόρασης. Όταν γέμιζαν όλες οι βελόνες, ο πατέρας τις άδειαζε με το λεγόμενο σίρντισμα, σε σπάγκο με τη βοήθεια του σαρικιού, μιας μακριάς και ίσιας βέργας μήκους τριών περίπου μέτρων και στη συνέχεια το άπλωμά τους στα τελάρα ή στη σκέλη για να λιαστούν, να ξεραθούν και να πάρουν το ωραίο κίτρινο χρώμα τους. Παλαιότερα τα τελάρα τα σηκώναμε ένα-ένα και τα βάζαμε στην αποθήκη-ξηραντήριο, όταν ο καιρός χαλούσε. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι πανζουρλισμός και ξεσηκωμός γινόταν όταν άρχιζε να βρέχει… Τα τελάραααα άκουγες μια φωνή από όλους και έβλεπες ανθρώπους κάθε ηλικίας να τρέχουν αλαφιασμένοι ο καθένας στο σπίτι του, να τα μαζέψουν ώστε να μη βραχούν και χαλάσει η ποιότητα του καπνού. Αργότερα τα ξάπλωναν πάνω σε τενεκέδες ή τσιμεντόλιθους και τα σκέπαζαν με λαμαρίνες που είχαν τυλιγμένες στην άκρη. Κάποιοι τα σκέπαζαν με μεγάλα πανιά στη λεγόμενη σκέλη και τα οποία αντικαταστάθηκαν ακολούθως με το πλαστικό, οπότε η δουλειά έγινε ευκολότερη. Ξηραίνονταν εύκολα στον ήλιο και δε χρειάζονταν μετακίνηση όταν έβρεχε. Αυτή ήταν διαχρονικά η πρόοδος και η εξέλιξη που έκανε τη δουλειά του καπνού ευκολότερη. Όταν μετά από μέρες ξηραίνονταν καλά τα μαζεύανε ανά τέσσερα σαρίκια στους λεγόμενους κεντέδες που τους αποθήκευαν στο ταβάνι του σπιτιού.
Η συγκομιδή του καπνού τέλειωνε το Σεπτέμβριο με αρχές Οκτώβρη και ακολουθούσε μια μικρή περίοδος ξεκούρασης… γιατί το Νοέμβρη άρχιζε η μακρόχρονη επεξεργασία του πασταλιάσματος. Από το ξημέρωμα η οικογένεια καθισμένη στο μουσαμά σταυροπόδι, ξεχώριζαν τα φύλλα, που προηγουμένως είχαν μαλακώσει στο υπόγειο, το λεγόμενο κουί, σε ποιότητες. Το μαξούλι ήταν η πρώτη ποιότητα, και ακολουθούσαν τα ρουφούζια, δεύτερη ποιότητα και τα κριντιά που ήταν άχρηστα και τα πετούσαν. Εδώ φαινόταν και η ικανότητα του κάθε παραγωγού. Αυτός που καθάριζε καλά το χωράφι του, που περιποιούνταν τα φυτά σωστά με λίπανση, ράντισμα, κορφολόγημα και μάζεμα στην κατάλληλη στιγμή, είχε πρώτης ποιότητας καπνό με λίγα κριντιά και ρουφούζια. Το εμπόρευμά του ήταν περιζήτητο από τους εμπόρους και έπιανε καλύτερη τιμή.
Σήμερα… στο χωριό μας έχει μείνει ένας μόνο καλλιεργητής καπνού. Είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών, ο εκλεκτός και πολύ αγαπητός κ. Τσιάμος Γιάννης. Σε αυτόν και στη μνήμη των αγωνιστών καπνοπαραγωγών που δούλεψαν σκληρά και πέρασαν τη ζωή τους μοχθώντας και παλεύοντας με τον πράσινο δράκο, αφιερώνουμε τη σημερινή εκδήλωση, για να τους αποτίσουμε ως φόρο τιμής, τις ευχαριστίες μας και την απεριόριστη συμπάθεια και αγάπη μας.
Επιμέλεια : Παύλος Π. Νούνης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου