Το δικό μου κανάλι

Το δικό μου κανάλι
You tube

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Πρώτη Σερρών:Αφιέρωμα σε έναν ακόμη Πρωταίο Συγγραφέα Δόλγερα Λάκη





https://www.facebook.com/adolgeras?fref=ts 

Απόστολος Δόλγερας 

Ο Λάκης Δόλγερας γεννήθηκε στην Πρώτη Σερρών το 1945. Σπούδασε στην 
Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι παντρεμένος και έχει έναν γιο.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Σχόλιο του blog:



Ένας ακόμη λαμπρός επιστήμων και συγγραφέας από τα 60 του όπως λέει ο ίδιος Πρωταίος πάνω από όλα, μας τον πείρε η Αθήνα στην δεκαετία του 50 εκεί που ανδρώθηκε επαγγελματικά ένας άψογος οικογενειάρχης και συγγραφέας.
Σας τον παρουσιάζω Απόστολος Δόλγερας (Λάκης) ένας άνθρωπος που αγαπά το χωριό του την Πρώτη Σερρών εκτός των άλλων έχει στην συλλογή του πλούσιο φωτογραφικό υλικό του χωριού μας και τις μοιράζετε μαζί μας στην Ομάδα που δημιούργησα στο FB ΠΡΩΤΗ ΣΕΡΡΩΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ
“ΠΡΩΤΗ ΣΕΡΡΩΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ¨ και ελπίζω θα συνεχίσει να το κάνει και τον ευχαριστώ πολύ και βέβαια και από τα μέλη  της ομάδας.
Σήμερα θα σας παρουσιάσω το συγγραφικό του όραμα και ταλέντο.

Παύλος Νούνης του Παναγιώτη



Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ


Εκδόσεις: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ


2013 Νικητές και νικημένοι, Γαβριηλίδης
2012 Η δεύτερη συνάντηση της Ελεονώρας και του Νίκου, Γαβριηλίδης
2010 Μία σκοτεινή υπόθεση,Γαβριηλίδης
2007 Ξεχασμένες ιστορίες, Γαβριηλίδης

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

2010 Σάββατο,Μαυρομιχάλη 18,Γαβριηλίδης
2005 Νίκος Μανίκας,Γαβριηλίδης



Η ιστοσελίδα αυτή παρουσιάζει προσωπικά και συλλογικά λογοτεχνικά βιβλία που έγραψε ο Λάκης Δόλγερας


ΛΑΚΗΣ ΔΟΛΓΕΡΑΣ   
"Νικητές και Νικημένοι"
Αθήνα 2013
https://e608e126-a-62cb3a1a-s-sites.googlegroups.com/site/lakisdolgeras/home/%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%97%CE%A4%CE%95%CE%A3%20%CE%BA%20%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%9D%CE%9F%CE%99.jpg?attachauth=ANoY7cqDb5bKGzxsLltlsMhRYkHJ3meoeseJB6OourUyvR-dL47tX35w2sNtY-jgyffQDcgWBAjHYKb0xdpq48hljFihlk7fxDXrR1DakJ0W1QSQdzwgZoaEhJs-SfDX_tKbzI187b-KdHGqumT9QE6zyb83xmuA6qB7Y4OKkKuFWD13sw6eG97hDmZre1_zJamgNgTSCyaU9Es83JwLkEy4vGz6pRhE3Us3S4n0yG0YVUz5pOIootE14gMGTuz_ZSWe2bK4lYfIG0xnHEMwkwv9rzPmZu0Xc7DB8Qk0ZWmsJ9fRZeMFJWjJlZsesN_6emoyewqilt6Xn2LEIkfE2AQdQiTsXURZRg%3D%3D&attredirects=0 

1

Πετρούσα, Σάββατο, 7 Σεπτεμβρίου 1974

Περπατούσαν με γρήγορο βήμα. Τα φύλλα στα δέντρα ήταν ακόμη καταπράσινα. Πλατάνια, καστανιές, οξιές. Η φύση στο μεγαλείο της.  Σεπτέμβριος, ο καλύτερος μήνας, ήρεμος και γλυκός. Μύριζε βροχή, κάπου όχι μακριά έβρεχε. Ο ουρανός γεμάτος σύννεφα που έτρεχαν σα παλαβά.  Ίσως δεν έπρεπε να βγούνε για περπάτημα, αλλά δεν ήθελαν να χάσουν την τελευταία έξοδό τους. Σίγουρα δεν έπρεπε να φτάσουν τόσο μακριά.
Η πρώτη εκδρομή μετά τη πτώση της χούντας. Συνάδελφοι στο Πρώτο Γυμνάσιο της Δράμας.  Σιωπηλή συμβίωση τα τελευταία πέντε χρόνια στο Σχολείο. Με το μαύρο καθεστώς κανένας δεν μίλαγε. Γενικευμένη μουγγαμάρα. Όλα καλά και άγια τα ’βρισκαν. Μιλούσαν συμβατικά ενώ γνώριζαν τις τοποθετήσεις ο ένας του άλλου.
Τη Τρίτη άνοιγαν τα σχολεία, θα ’πρεπε να είναι στη θέση τους. Από τη πρώτη του Σεπτέμβρη, που γύρισαν στη δουλειά τους, πολλά άλλαξαν. Ο Φάνης κι η Λένα  όλο γλύκες, έκαναν στροφή, πλησίασαν την Αριστέα και τον Κυριάκο.  Άλλοι καιροί. Πρώτη φορά τους κάλεσαν σε εκδρομή. Ως τότε είχαν πάντα παρέα τον γυμναστή με τη γυναίκα του. Συνήθης προορισμός η Πετρούσα. Είχανε μεγάλο δίπατο σπίτι. Το ’χαν παραχωρήσει σε μια θεια τους, τη κυρά Διαμάντω που υπόσχονταν γυριστές πίτες στα κάρβουνα και άλλες περιποιήσεις.
Ο Κυριάκος είχε επιστρατευθεί τον Ιούλιο και δεν είχε πάει καθόλου διακοπές. Τέσσερις μέρες στη Πετρούσα, κοντά στο βουνό, δεν ήταν άσχημα.  Δέχτηκαν. Ο Φάνης ως γυμνασιάρχης, κανόνισε τα της απουσίας τους. 
Το σπίτι είχε δύο κρεβατοκάμαρες, τους βόλευε μια χαρά, η Διαμάντω πλάγιαζε σε ένα ντιβάνι στη κουζίνα, στο παράσπιτο. Κάθε ζευγάρι πήρε από μία.
Κάνανε κάθε μέρα μακρινούς ποδαρόδρομους στο πανέμορφο φαράγγι της Πετρούσας. Μετά από μία ώρα περπάτημα έφτανες μέχρι εκεί που φάρδαινε, στο άνοιγμα, και λίγο παραπάνω. Πιο πάνω ήταν δύσκολο. Σ’ όλη τη διαδρομή είχες μπροστά σου το μεγαλειώδες βουνό, το Φαλακρό, Μποζ Νταγ το ’λεγαν ακόμα οι ντόπιοι. Τους άρεσε τόσο πολύ η διαδρομή που έκαναν τον ίδιο περίπατο κάθε μέρα. Τους ακολουθούσε το σκυλάκι της Διαμάντως, ο Άρης.
Σ’ αυτή τη Σαββατιάτικη έξοδο η Αριστέα δήλωσε κουρασμένη κι έμεινε με τη Διαμάντω. Έτσι  οι άλλοι τρεις ξεκίνησαν στις δύο το μεσημέρι, αφού πρώτα τσιμπήσανε κάτι, μαζί πάντα ο Άρης.
Όταν έπεσαν οι πρώτες χοντρές ψιχάλες κατάλαβαν το λάθος τους. Είχανε μπει για πρώτη φορά βαθιά μέσα στο φαράγγι, πέρα από το άνοιγμα σ’ ένα δύσκολο κι ανηφορικό μονοπάτι. «Κατέβηκε φοβερό νερό τις προάλλες, να προσέχτε» τους είπε η Διαμάντω πριν ξεκινήσουν. Δεν έδωσαν σημασία. Τώρα συνειδητοποίησαν ότι ήταν σε δυσκολία, σ’ όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε κάτι να τους προστατέψει. Άρχισε να μπουμπουνίζει, ο Άρης τρελάθηκε από το φόβο του, έτρεχε δεξιά, αριστερά. Οι άνθρωποι φοβόταν τη βροχή και το σκυλί τα μπουμπουνητά. Δε μπορούσαν να προφυλαχτούν πουθενά. Φοβήθηκαν μήπως γίνει κατολίσθηση βράχων, στα στενά σημεία του φαραγγιού ή  μήπως ξεκινήσει ο χείμαρρος του φαραγγιού. Αποφάσισαν να επιστρέψουν στο άνοιγμα και να περιμένουν να περάσει η μπόρα. Ο Φάνης  έπιασε τη γυναίκα του από το μπράτσο να τη βοηθήσει. Τα νερά είχαν αρχίσει να τρέχουν στις πλαγιές και το έδαφος έγινε γλιστερό, δυσκολευόντουσαν. Έφτασαν στο άνοιγμα, σταμάτησαν να πάρουν αναπνοή, δεν μπορούσαν να προφυλαχτούν πουθενά, αλλά τουλάχιστον εκεί είχε χώρο να αποφύγουν τα νερά αν κατέβαινε ο χείμαρρος.
«Που είναι ο Άρης;» ρώτησε ο Κυριάκος.
Διαπιστώσανε ότι δεν ήταν κοντά τους. Φώναξαν, σφύριξαν, τίποτα.
«Το κωλόσκυλο, που στο διάολο πήγε» είπε ο Φάνης.
«Μέχρι πριν λίγο ακολουθούσε» απάντησε ο Κυριάκος.
«Δεν μπορούμε να γυρίσουμε στη Διαμάντω, χωρίς το σκυλάκι της» είπε η Λένα.
«Τι μας νοιάζει το παλιόσκυλο σ’ αυτή τη κατάσταση; Θα γύρισε πίσω» παρατήρησε ο Φάνης.
«Δεν το πιστεύω, φοβούνται τους κρότους και τρελαίνονται. Πάω να δω» είπε ο Κυριάκος και προχώρησε πάλι προς το στενό άνοιγμα του φαραγγιού.

Σε λίγο τον ακούσανε να φωνάζει «Φάνη¸ Λένα ελάτε». Προχώρησαν κακήν κακώς. Ο Κυριάκος τους έδειξε μια τρύπα.
«Εδώ μπήκε. Έσκαψε και τρύπωσε. Το φωνάζω και το ακούω να γαυγίζει στο βάθος».
«Στο βάθος;»
«Πρέπει να είναι σπηλιά. Δείτε πως αντηχεί η φωνή του».
«Και τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Λένα.
«Πάμε πίσω, θα βγει να μας ακολουθήσει. Αν όχι, η Διαμάντω θα στείλει κάποιον να το μαζέψει» πρότεινε ο Κυριάκος.
Ο  Φάνης διαφώνησε, «να μπούμε να προφυλαχτούμε».
«Είναι δύσκολο απ’ αυτή τη τρύπα» αντέτεινε η Λένα.
«Να ρίξω μια ματιά μέσα στη σπηλιά, μπορεί να έχει κανένα θησαυρό από τη  κατοχή» επέμεινε ο Φάνης  και συγχρόνως πήρε ένα ξύλο και άρχισε να διευρύνει την τρύπα.
Σε λίγο λαχάνιασε, έδωσε το ξύλο στο Κυριάκο να συνεχίσει, βοήθησε κι η Λένα τραβώντας τα χώματα.
Πάψανε να ασχολούνται με τη βροχή που είχε γίνει σιγανή και σταθερή. Τους έφαγε η περιέργεια, τι είχε η σπηλιά. Ανάψανε τα αίματα με τους μύθους για θαμμένες λίρες στα βουνά. Χάσανε την αίσθηση του χρόνου. Πέρασε  τουλάχιστον μία ώρα όταν μεγάλωσε το άνοιγμα, ώστε να μπορεί να περάσει ένα ανθρώπινο σώμα. Μπήκανε μέχρι τη μέση και οι τρεις τους με τη σειρά, δεν μπορούσανε να δουν τίποτα μέσα στο σκοτάδι, μακριά ακούγανε το σκυλί. Το φωνάξανε και πλησίασε. Ο Φάνης έπιασε τη Λένα από τα πόδια κι  αυτή κρεμάστηκε μέσα, σκοτάδι πηχτό, τα μάτια δεν συνήθιζαν, κατάφερε και το έπιασε ψαχτά.

Τρέχανε πια πολλά νερά από τα πλάγια του φαραγγιού. Δημιουργούσαν ρυάκι. Έπρεπε να φύγουν, υπήρχε κίνδυνος. Αποφάσισαν να σκεπάσουν τη τρύπα με κλαδιά και πέτρες και να ξαναπάνε την επομένη. Γυρίσανε στης Διαμάντως, βρεγμένοι, λασπωμένοι από τη κορυφή ως τα νύχια. Η Αριστέα κι η Διαμάντω τρόμαξαν όταν τους είδαν. Είχαν ανησυχήσει, ετοιμάζονταν να ζητήσουν βοήθεια από τη χωροφυλακή του χωριού.
Στο βραδινό φαγητό διηγηθήκανε στην Αριστέα την ανακάλυψη τους. Είχαν φοβερά κέφια, έβλεπαν τους εαυτούς τους ως εξερευνητές θαμμένων θησαυρών. Στη Διαμάντω δεν είπαν τίποτα. Αύριο, με το πρώτο φώς, θα πηγαίνανε με φακό και σκοινί να ψάξουνε τη σπηλιά.

Πέσανε για ύπνο. Σε καμιά ώρα ο Κυριάκος ξύπνησε τη γυναίκα του.
«Ακούς;»
«Κάποιος θόρυβος στην αποθήκη».
«Ο κερατάς ο Φάνης».
Πήγανε στην αποθήκη, ο Φάνης με την Λένα έψαχναν για σκοινί και εργαλεία με το φως μιας αερόλαμπας.
«Έτσι, ε! Πουλάκια μου αποφασίσατε να μας ρίξετε» είπε ο Κυριάκος απευθυνόμενος στον Φάνη.
«Όχι ρε αδελφέ, ετοιμάζουμε τον αυριανό εξοπλισμό. Ήρθαμε  τώρα για να μη μας πάρει χαμπάρι η Διαμάντω».
«Εντάξει, αλλά ξέρεις τι λέω για σιγουριά να κοιμηθούμε, άντρες – γυναίκες».
«Ροχαλίζω».
«Κι εγώ».


2 

Αθήνα, Δευτέρα, 29 Μαρτίου 2010

 «Φεύγω. Στο ψυγείο έχω γεμιστά, να τα ζεστάνεις στα μικροκύματα, μη τα φας κρύα».
«Ντάξει. Τα χαρτιά. Θα τα δώσεις;»
«Υπερωρία, το θυμάσαι; Θα αργήσω, δεν θα γυρίσω πριν τις έξι».
«Υπερωρία;»
«Υπερωρία».
«Πληρώνει το νοσοκομείο;»
«Πληρώνομαι με την ώρα. Δε κλέβω κανέναν, κάνω δουλειά, παίρνω μεροκάματο».
«Τα παίρνει αυτός χοντρά και σένα σου πετάει το κόκαλο».
«Κόκαλο, ξεκόκαλο. Δουλειά κάνω! Δύσκολη. Δε πουλάω αέρα».
«Δε μ’ αρέσει».
«Μπα! Τι μας λες; Κι από πού νομίζεις ότι βγαίνουν τα χαρτζιλίκια, οι καφετέριες, τα μπαρ σου…», σταμάτησε λίγο γύρισε τον κοίταξε και συνέχισε «…οι δικηγόροι για τα αυτόφωρα;»
«Μη μου λες τέτοια. Δε γουστάρω. Θα φύγω από δω μέσα. Ακούς; Θα φύγω!
»Σου τα ρίχνει ο κύριος διευθυντής κι εσύ χορεύεις. Σαν το αρκουδάκι του γύφτου».
«Του φιλούν το χέρι. Κάνει πολλά καλά. Δύσκολη δουλειά. Σ’ όλη την Ελλάδα ζήτημα να είναι άλλος ένας…»
«Σ’ όλη την Ελλάδα ζήτημα να είναι άλλος ένας» επανέλαβε την χιλιοειπωμένη φράση σαν ηχώ ο Αντρέας.
«… Εσύ να κοιτάς τα μαθήματα σου».
«Το  πρότυπο σου, ο Μάλαμας! Ήθελες να γίνω γιατρός! Με πάτησες στις εισαγωγικές. Τώρα θα γίνω νοσηλευτής, σα  και σένα».
«Να γίνεις».
»Τριγυρνάς άσκοπα τρία χρόνια…»
«Να τα σταματήσεις όλα αυτά».
«…τώρα; Με τη κρίση; Μακάρι να ’χει δουλειά ο Μάλαμας να ’χουμε και μείς τα εξτρά μας».
«Με τούτα και με κείνα φτάσαμε σ’ αυτό το χάλι».
«Σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, όταν χειρουργεί ο διευθυντής πληρώνεται διαφορετικά. Δεν παίρνει ο καρδιοχειρουργός τα ίδια με τον οδοντογιατρό και το μικροβιολόγο».
«Βουλιάξαμε μ’ αυτές τις ιδέες»
«Δεν βουλιάζεις όταν πληρώνεις αυτόν που κάνει δουλειά, βουλιάζεις όταν πληρώνεις κάποιον που δε κάνει τίποτε».
«Δηλαδή εσύ συμφωνείς τώρα και με τα φακελάκια! Που έχεις φτάσει!»
«Όλα αυτά είναι υποκρισία, γεμίσαμε υποκρισία».
«Καλύτερα που δε πέρασα. Που δε θα γίνω γιατρός».
«Ότι θέλεις να γίνεις, αλλά να γίνεις. Είναι ζούγκλα εκεί έξω».
«Ζούγκλα! Εσύ με ποια ζώα της ζούγκλας είσαι;»
«Μ’ αυτά που μ’ εξασφαλίζουν».
«Εγώ είμαι με τ’ άλλα που τα τρων τα μεγαλύτερα».
«Θα προκόψεις!... φεύγω, μη φύγεις χωρίς να φας».
«Τίποτε δεν κάνω καλά!
»Τα χαρτιά θα τα δώσεις;»
«Γεμιστά σου άφησα. Όπως σου αρέσουν. Μην ξανακοιμηθείς. Θα πας στη Σχολή;»
«Πάσχα, ρε μάνα, είναι κλειστή» απάντησε ο Αντρέας και ψιθύρισε «τα γεμιστά! Όπως μου αρέσουν! Κολλήσαμε».
«Να κάνεις το διάβασμα σου. Μια προσπάθεια μέχρι τον Ιούνιο αγόρι μου».
«Ντάξει… ντάξει. Θα τα δώσεις;»
«Τα έχω ήδη δώσει. Όχι εντάξει. Να κάνεις το διάβασμα σου».
«Να τα πάρεις πίσω. Ο θείος όσο και να τον κυνήγησε το ΚΚΕ, δεν είπε τίποτα εναντίον τους».
«Πρόλαβε; Στο ημερολόγιο του… για να δούμε! Τα παιδιά και τα ανίψια των ανταρτών είναι τώρα μεγάλοι και τρανοί. Θα ’θελαν να δουν τα άπλυτα των δικών τους;».
«Έτσι, ε;»
«Νομίζεις ότι οι ‘ήρωες’ είναι καθαροί;»
«Πιστεύεις ότι έγραφε τέτοια στο ημερολόγιο του;»
«Αλλιώς δεν είχε νόημα να κρατάει ημερολόγιο».
«Τα έγραφε για τον εαυτό του».
«Εκείνος τα ’ξερε. τα ’γραφε για να τα διαβάσουν οι άλλοι».
«Αν ήξερε από ποιούς, δεν θα τα ’γραφε».
«Εγώ σου λέω ότι μπορεί να βγάλω λεφτά. Όπως είπαμε. Το φαγητό στο ψυγείο και να τελειώσεις το διάβασμα σου».
Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε και του είπε «συγνώμη γι’ αυτά που είπα για τα αυτόφωρα. Δεν έφταιγες».
«Αφού το ξέρεις ότι δεν έφταιγα» της είπε, ενώ αυτή τον έσφιξε και τον φίλησε.
Πριν τρία χρόνια τον είχαν συλλάβει σ’ ένα ρέιβ πάρτι για ‘εξακρίβωση’. Τον είδαν οι μπάτσοι ανάμεσα σε δύο ωραία κορίτσια. Ήταν κι αυτός εξαιρετικά όμορφος και προκαλούσε το φθόνο των αντρών. Οι μπάτσοι του την έφεραν. Στην ασφάλεια του βρήκαν ένα γραμμάριο χασίς και τον έστειλαν στο αυτόφωρο. Έφαγε τρεις μήνες με αναστολή μετά τη κινητοποίηση δικηγόρων που έκανε η Φανή.

Ο Αντρέας είχε  με την μάνα του μια σχέση διεκδικητικής γκρίνιας. Πίσω από αυτό κρύβονταν μεγάλη αποδοχή. Της αναγνώριζε ότι μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, έκανε ότι μπορούσε γι’ αυτόν, να μη του λείψει τίποτα, αφοσιώθηκε στο μεγάλωμα του. Σ’ όλα αυτά έβλεπε πολύ λογική. Στη ψυχή του αμφέβαλε για την αγάπη της. Η γκρίνια του αφορούσε ένα αίτημα απτής εκδήλωσης αγάπης απ’ αυτήν, με λίγα λόγια του άρεσαν τα χάδια κι οι αγκαλιές. Γι’ αυτό η αναφορά στο αυτόφωρο τον πείραξε και απ’ την άλλη ικανοποιήθηκε όταν του ζήτησε συγνώμη.

Μόλις έφυγε η μάνα του, ο Αντρέας, άρχισε να ψάχνει, ξεσήκωσε όλο το σπίτι. Μέσα στο κουτί που τα φυλάγανε βρήκε μόνο δύο γράμματα. «Ρε γαμώτο, πράγματι τα έδωσε, θα χρειαστεί ένα σωρό λεφτά» μονολόγησε και πήρε τηλέφωνο τον Βύρωνα.
«Πως έτσι πρωί; Σε ξύπνησε η μάνα σου για διάβασμα;» ρώτησε ο Βύρωνας
«Πρέπει να κουβεντιάσουμε».
«Κουβεντιάζουμε».
«Από κοντά».
 «Τι μυστήρια είναι αυτά. Τέλος πάντων, έλα αύριο το απόγευμα στο Πολυτεχνείο έχουμε συνάντηση των επιτροπών. Αρχίζουμε πέντε και μισή. Να συναντηθούμε μετά. Εντάξει;» 
«Ντάξει. Στο κεντρικό κτίριο;».
«Ναι αίθουσα Γκίνη».

  
3

 Αθήνα, Τρίτη, 23 Μαρτίου 2010


Έφτασε αργοπορημένος. Στο διάδρομο έξω από την αίθουσα πηγαδάκια πέντε έξι ατόμων τσακωνόντουσαν με μεγαλόστομες ανοησίες που διεκδικούσαν να είναι περισπούδαστες αναλύσεις. Προχώρησε μέσα στην αίθουσα. Γεμάτη. Στο προεδρείο μετείχε ένας από κάθε επιτροπή. Έξι άτομα. Μιλούσαν με τη σειρά. Είχε χάσει τους δύο πρώτους. Καλύτερα!  Προσηλώθηκε στον ρήτορα «…την ανατροπή του σκηνικού. Το απάνθρωπο αυτό σύστημα κυριαρχίας δεν πρόκειται να καταρρεύσει από μόνο του, από καμιά αντικειμενική συνθήκη όπως θέλουν να πιστεύουν οι αριστερές ορντινάντσες της εξουσίας, ούτε βέβαια από τις καλές προθέσεις των εξουσιαστών..».
Βγήκε έξω και παρακολούθησε ένα πηγαδάκι, κι εκεί τα ίδια. Μπήκε πάλι στην αίθουσα, είχε αρχίσει ο πρώτος ομιλητής από τον κόσμο της αίθουσας. Είδε το Ζήση και τη Τζίνα. Κάθισε δίπλα της. Η Τζίνα όπως πάντα με την γκόθικ εμφάνιση, μαύρο μαλλί κατράμι, άσπρο πουδραρισμένο πρόσωπο, μαύρα ρούχα, παντού καρφιά, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και σκούρα καφέ νύχια. Δεν είχε ωραίο πρόσωπο αλλά θεϊκό σώμα που όλα αυτά δεν μπορούσαν να το χαλάσουν αντίθετα το τόνιζαν.    Ο Ζήσης γύρισε και του ’πε «καλώς τον, πως από δω;» Γύρισε το βλέμμα του αλλού, αδύνατον να συνηθίσει την λαγωχειλία του Ζήση. Φυσικά δεν έφταιγε ο Ζήσης γι αυτό, αντίθετα ήταν ένα μείον από τη γέννηση του, αλλά τα αισθήματα δεν ακολουθούν τη λογική. Όσο και αν προσπάθησε δεν μπορούσε. Ο Ζήσης ήταν ψηλός αθλητικός, αλλά η λαγωχειλία τον έκανε αποκρουστικό. Ο άλλος το ’νοιωσε και συνέχισε «…δεν είναι τόπος για αγοράκια εδώ, άντε στη μαμά σου». Δεν απάντησε, ένοιωθε ένοχος για την δυσμορφία του άλλου. Παρενέβη η Τζίνα «άφησε τον ήσυχο, τι σ’ έπιασε;».

Κοίταξε τον ομιλητή, βουτυρομπεμπές με ύφος άγριου επαναστάτη που απευθύνονταν στα Σοβιέτ του ’17 και λόγο αντάρτη πόλης, Διάβαζε ένα μανιφέστο από ένα χαρτί. Το μανιφέστο κατήγγειλε την δημοκρατία ως μασκαρεμένο απολυταρχικό καθεστώς, πράγμα που νομιμοποιεί την επαναστατική βία. Μια στιγμή σταμάτησε να διαβάζει από το χαρτί και είπε με ακόμη πιο περισπούδαστο ύφος «αλλά, το ξέρετε συντρόφισσες και σύντροφοι, ο λαός είναι πάντα πρόθυμος να ‘ξεγελαστεί’»
«Αφού είναι πρόθυμος εσένα τι σε κόφτει;» φώναξε κάποιος από τη γαλαρία.
Γύρισε και του απάντησε «Δεν βλέπεις; Η κοινωνία ανέχεται τους εξουσιαστές της και ταυτόχρονα επιθυμεί να βρεθεί στη θέση τους. Εθελόδουλοι υποτελείς παραδίδονται που στον ολοκληρωτισμό της καπιταλιστικής κυριαρχίας σε δημοκρατικό φόντο...»
Θα τους διορθώσεις με το ζόρι! Σκέφτηκε ο Αντρέας.
«Στραβός είναι ο γιαλός» σχολίασε ο αντιρρησίας της γαλαρίας.
Σταμάτησε να παρακολουθεί γύρισε και κοίταξε τον κόσμο γύρω του. Η συνάντηση των επιτροπών ήταν ουσιαστικά ανοιχτή συζήτηση διαφόρων ομάδων. Την οργάνωναν οι αντιεξουαστικές παρατάξεις των Σχολών. Είχε ξαναπάει σε τέτοιες συναντήσεις μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Εκεί γνώρισε τον Βύρωνα, αναρχικός, κατά της βίας. Παρ’ όλο που μιλούσε για αναρχία ο λόγος του ήταν εξαιρετικά οργανωμένος. Ο Βύρωνας ήταν σοβαρός, υποστήριζε την ενότητα λόγων και πράξεων, πράγμα δύσκολο και κάπως αποκρουστικό.  Από την άλλη πλευρά οι μπαχαλάκηδες είχαν πλάκα. Δημιουργούσαν ένα κόσμο δικό τους. Ο Ζήσης και η παρέα του ήταν οι πιο φασαριόζοι, αρχηγοί στη σύγκρουση με τους καθηγητές. Είχαν γεμίσει τους χώρους της Σχολής τους με αφίσες wanted με τα πρόσωπα αυτών που δεν χώνευαν. Πρώτοι και στις μολότοφ και κόντρα σε όλα. Περηφανευόντουσαν ότι τους έτρεμε το σύστημα και τα κανάλια. Τελευταία αμφισβητούσε όλα αυτά, σκεφτόταν ότι μπορεί τα κανάλια να γούσταραν τα σπασίματα, το πετροπόλεμο, το τζάμπα πρόγραμμα με υψηλή ακροαματικότητα, το κλείσιμο των νοικοκυραίων στο καβούκι τους. Και ένα μέρος των συνδικαλιστών του επιστημονικού προσωπικού γούσταρε αυτές τις εκδηλώσεις, τις θεωρούσε ‘αντίσταση’.

Μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου άλλαξαν όλα. Πολλοί αποφάσισαν να περάσουν στην ανοιχτή βία, το ίδιο και ο Ζήσης, η Τζίνα και ο Σταμάτης, αυτός διαφώνησε. Πρώτος πέρασε στη παρανομία ο Σταμάτης, ο Ζήσης δίσταζε, το σκεφτόταν. Ήταν σε ομάδα που έβαζε γκαζάκια σε αυτοκίνητα, σπίτια και γραφεία. Αυτό δίβουλος σε όλα, τον προκαλούσαν και τον ενοχλούσαν τα πάντα, η μάνα του, η Σχολή, το σπίτι του, η γειτονιά, ο Μάλαμας, η παρέα. Τα συζητούσε όλα με τον Ζήση εκτός από τα αισθήματα του για την παρέα. «Φυλακή, φυλακή είναι όλα αυτά» ήταν το σλόγκαν του Ζήση «και τη φυλακή ή την γκρεμίζεις ή αν δεν μπορείς, την κάνεις. Ξεκουμπίσου από κει, έλα να μείνεις μαζί μου».
«Άλλη φυλακή» σκεφτόταν αλλά δεν του το έλεγε. Βρήκε στον Βύρωνα στήριγμα για τις απόψεις του και στις διαφωνίες του με την παρέα. Γι αυτό ήθελε τη γνώμη του Βύρωνα για τα χαρτιά. Έπρεπε να τα πάρουν, δεν έπρεπε να δημοσιευτούν.

Τώρα άλλαζαν τα πράγματα, γινόντουσαν πιο σοβαρά. Θυμός, πολύς θυμός, παντού, όπου και να πήγαινες το ένοιωθες. Στο βάθος η φτώχεια, η μιζέρια κι η δυστυχία. Αυτά που κυριαρχούσαν μέχρι πέρυσι - η αποξένωση, η αποχαύνωση, η ηλιθιότητα των μέσων - δεν ήταν πια στο πρώτο πλάνο. Οι μπαχαλάκηδες έχασαν τη παραμύθα τους.

Αργούσε αυτή η συγκέντρωση να τελειώσει. Στο βήμα τώρα νέος ομιλητής ο οποίος επιχειρηματολογούσε για ανάπτυξη αντάρτικου.

«…η ύπαρξη ενός διάχυτου αντάρτικου δικτύου σε όλη την Ελλάδα, με παλιές και νέες αναρχικές εμπρηστικές οργανώσεις, με καταδρομικές εφόδους στο κέντρο των πόλεων… τα μετόπισθεν δεν θα είναι ποτέ πια ασφαλή».
«Και στη κορφή κανέλα!» φώναξε πάλι ο αντιρρησίας. Φωνές από την αίθουσα, επικράτησε χάβρα.
Αντάρτικο πόλης. Μετόπισθεν! Στρατιωτική ορολογία! Ανοιχτή προπαγάνδα! Τι ζητούν αυτοί στη συγκέντρωση μας; Σκέφτηκε ο Αντρέας.
Αντίθετα ο Ζήσης και η Τζίνα ήταν ενθουσιασμένοι. «Έχουν δίκιο. Τέρμα οι σαχλαμάρες. Αυτό πρέπει να γίνει. Ο αγώνας τώρα συνεχίζεται» φώναξε ο Ζήσης την χιλιοειπωμένη ρετσέτα.
Είδε τον Βύρωνα να σηκώνει το χέρι του. Θα πάρουν την απάντηση τους, σκέφτηκε.
Ο Βύρωνας μίλησε όρθιος και σοβαρός κατά της χρήσης βίας, οποιασδήποτε βίας.
«Πες τα» είπε ο Αντρέας.
«Χρυσώνει το χάπι» απάντησε ο Ζήσης.
«Το χάπι της μαλακίας» συμπλήρωσε η Τζίνα.

Μίλησε με δραματικό τόνο, αργά σταθερά και έντονα. Η αίθουσα ησύχασε. Μίλησε ένα τέταρτο. Υποστήριξε ότι η αντιεξουαστική βία αποτελεί δίπολο με την κρατική βία και η μία τροφοδοτεί την άλλη, γι’ αυτό είναι απορριπτέα. Συνέχισε λέγοντας «Η παγκόσμια μηχανή κυριαρχίας δεν αντιπαλεύεται με βόμβες μολότοφ, και πέτρες».

Ο Ζήσης σηκώθηκε και φώναξε «τι λες ρε άχρηστε; Χωρίς μολότοφ; Θα μας γαμίσουν οι μπάτσοι». Πανδαιμόνιο! Σηκώθηκαν και άλλοι και φώναζαν χωρίς να ακούγονται. Ο Βύρωνας ήρεμα και σταθερά συνέχισε δυναμώνοντας τη φωνή του.
Έπαψε να ακούει γιατί έπιασε την λογομαχία με τον Ζήση και τη Τζίνα. Έκανε λάθος που έκατσε κοντά τους.

Κάποια στιγμή ο Βύρωνας είπε «να πειραματιστούμε, να γνωρίσουμε, κάθε τι που αφορά την ικανοποίηση κύρια των επιθυμιών μας…».
«Να γαμίσει θέλει ο άνθρωπος» του σφύριξε στο αυτί ο Ζήσης «είναι μακριά νυχτωμένος».
Τους παράτησε και κατέβηκε στην αυλή για να περιμένει  τον Βύρωνα.

Έβγαινε ο κόσμος και φοβήθηκε μη χαθούν. Στήθηκε στην έξοδο.
«Ωραία τα ’πες» παρατήρησε μόλις τον είδε.
«Τι έγινε; σε βλέπω αναστατωμένο» απάντησε ο Βύρωνας.
«Η μάνα μου έδωσε τα χαρτιά του θείου της, του Σιδηροκαστρίτη, για καθάρισμα. Θα δημοσιευτούν». Περπάτησαν προς την έξοδο.
«Μου ’χες πει γι’ αυτόν. Τα χαρτιά που βρέθηκαν κοντά του;» ρώτησε ο Βύρωνας.
«Ναι».
«Νόμιζα ότι είχαν καταστραφεί».
«Καθαρίζονται και θα διαβαστούν».
«Καλά κάνει. Μου είπες ότι τον σκότωσαν γι’ αυτά».
«Τότε έλεγα μπούρδες».
«Και τώρα; »
«Δε μ’ αρέσει αυτή η ιστορία. Θα μας δυσφημίσουν».
«Θα μας δυσφημίσουν;»
«Την αριστερά, το χώρο, τους αντιεξουσιαστές».
«Οι αλήθειες δεν βλάπτουν. Έχουν αναπτυχτεί πολλοί μύθοι για το θέμα».
 «Η μάνα μου θέλει να βγάλει άπλυτα στη φόρα. Για να ’χουνε τον κόσμο στη πείνα. Να τα πάρουμε πίσω και να τα κρύψουμε».
«Πως θα γίνει αυτό;»
«Θα πάω στο συντηρητή εκ μέρους της μάνας μου. Θα εντοπίσω που τα έχει. θα μπουκάρουμε νύχτα να τα πάρουμε. Ψήνεσαι;»
«Αστειεύεσαι, φαντάζομαι».
«Δε μπορώ πια, ζαρντινιέρες, Κορκονέες».
«Τι δουλειά έχουν αυτά, σε συμβουλεύω να μην κάνεις τίποτε τέτοιο».
Ο Αντρέας μαζεύτηκε, άλλαξε κουβέντα, μίλησε για μουσική. Εν τω μεταξύ έφτασαν στη πλατεία κάθισαν σε ένα παγκάκι.
«Κατέβασες κάνα καλό;»
«Σούπερ αγόρι μου, αλλά δεν είναι για σένα».
«Godspeed. You black emperor!; Πάντα
«Πάντα! Είναι ένα ολόκληρο πράμα, ένα υπερσύμπαν, σούπερ νόβα, δεν το πιάνεις».
«Βόηθα».
«Ή το πιάνεις ή όχι.  Η βοήθεια δεν λέει».
«Να σε ρωτήσω κάτι. Το θαυμαστικό έχει μετακινηθεί από το τέλος του ονόματος, τώρα τους λένε Godspeed You, θαυμαστικό, black emperor, ξέρεις γιατί;»
«Ξέρω, αλλά δεν θα σου πω. Πρέπει να το καταλάβεις μόνο σου».
«Τίποτα άλλο;» ρώτησε ο Αντρέας
«Ναι τίποτα άλλο. Όλη μέρα Godspeed. You black emperor» συνέχισε ειρωνικά «αυτοί είναι για μας, για τα παιδάκια οι μύξες»
«Δε λέω ωραία μουσική, αλλά συνεχή ορχηστρικά;»
«Τρυπάει το μυαλό. Φεύγω. Με παίρνει. Εσύ κολλημένος με μαλακίες.»
«Όχι και μαλακίες ο Tom Waits»
«Έλα τώρα, ακούς μαλακίες. Tom Waits; Από πότε ακούς Tom Waits;»
«Τώρα. Πάντα».
«Αυτός σε ρίχνει. Οι Godspeed σ΄  απογειώνουν»
«Εγώ γουστάρω να γειώνομαι. Εσύ έλεγες ότι ήσουν θρασάς χρόνια»
«Στα δεκαπέντε μου»
«Ποιο ακούς αυτό το καιρό;»
«Lift Your Skinny Fists, Like Antennas to Heaven».
«Έχεις το πλήρες άλμπουμ;»
«Μία ώρα και είκοσι επτά λεπτά, διπλό άλμπουμ. Μουσική! Όχι μαλακίες. Heaven. Το χάος οργανώνεται δημιουργικά. Επικοινωνία. Φεύγεις. Antennas to Heaven».
«Του πότε είναι;»
«Δύο χιλιάδες».
Χωρίσανε για πρώτη φορά έχοντας πάρει κάποια απόσταση. Ο Αντρέας δεν είχε πειστεί να μην κάνει τίποτε για τα χαρτιά.

 
4

Γαλάτσι, Μεγάλη Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

«Έκτρωμα το νέο τριώροφο. Η πλάκα είναι ότι η αισθητική καταστροφή στοιχίζει χρήματα!» είπα μπαίνοντας στη παλιά μονοκατοικία του Βασίλη και της Δώρας στο Γαλάτσι.
«Καλώς τους» είπε ο Βασίλης.
«Νεόπλουτοι» συνέχισε η Αλίκη.
«Δεν πειράζει να ευημερούν οι άνθρωποι. Απαίδευτοι! Δεν υποψιάζονται καν την  ουσία της παράδοσης, το λιτό, το απέριττο τη σύνδεση της ομορφιάς με τη λειτουργικότητα» απάντησε ο Βασίλης.

Καθίσαμε στο άνετο αλλά λιτό καθιστικό τους.
«Πόσο μηνών είσαι  Αλίκη;» ρώτησε ο Βασίλης.
«Στις οκτώ του μηνός κλείνει τους τρεις» παρενέβην εγώ.
«Δηλαδή το μωρό θα έρθει τον Οκτώβρη. Θα ’ναι πολύ ωραία στιγμή και για τους δύο σας».
«Από τώρα έχω ανάψει. Κάτι περίεργο! Θα το θεωρήσεις μάλλον σαχλαμάρα, αλλά έτσι νοιώθω. Όλη αυτή την ιστορία της εγκυμοσύνης της Αλίκης… που θα γίνω πατέρας,  την αισθάνομαι σαν μοναδική, δηλαδή σαν να μην ξαναέγινε, ούτε θα ξαναγίνει ποτέ».
«Κατά μία άποψη έτσι είναι».

Η Δώρα μας φώναξε να περάσουμε για το φαγητό! Αδελφή της Αλίκης, οδοντίατρος, ξανθό μαλλί, εντυπωσιακά ντυμένη, έντονα βαμμένη, προκλητική εμφάνιση. Τραβούσε τα βλέμματα των αντρών απ’ όπου περνούσε. Ενώ είχε εμφάνιση γυναίκας του σαλονιού, δεν συνέβαινε καθόλου αυτό. Οργάνωνε το σπίτι και την καθημερινή ζωή του Βασίλη. Αυτός περιοριζόταν στα μεγάλα και τα σπουδαία, στις γενικές κατευθύνσεις της οικογένειας, του ήταν αδύνατο όχι μόνο να βράσει ένα αυγό, αλλά και να αλείψει μια φέτα ψωμί. Γίγαντας στη σωματική διάπλαση, με μακριά μαλλιά μαύρα, παρά την ηλικία του, δεμένα πίσω σε κοτσίδα. Έντιμος και με καθαρό μυαλό άνθρωπος. Σιωπηλός από χαρακτήρα. Όταν μιλάει πάντως, αυτό που θα πει είναι πάντα στη θέση του, έχει ένα πολύ ιδιότυπο χιούμορ, ρηξικέλευθο, διεισδυτικό, με περίεργες συγκρίσεις και συνδέσεις, φαινομενικά άσχετων πραγμάτων και που περιέχει μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού.
Είναι αρκετά μεγαλύτερος από μας, πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Γλυκός άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τους άλλους. Δεν κακολογεί κανένα, ενώ είναι πολύ αυστηρός με τον εαυτό του. Πολύ καλός μηχανικός με εξειδίκευση στην ενέργεια, περιζήτητος στη δουλειά του. Παλιός αριστερός που συμμετείχε στο προδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Ένας συνάδελφος του οικονομικού ρεπορτάζ, που τον γνώριζε από τότε, μου είπε ότι όταν μιλούσε στη συνέλευση της ΕΦΕΕ, δεν ακουγότανε κιχ, παρόλο που συνήθως ήταν χάβρα. Την εποχή της χούντας ξαναγράφηκε στο Πανεπιστήμιο, οργανώθηκε στον φοιτητικό αντιδικτατορικό αγώνα, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην οργάνωση της Νομικής και στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Στη μεταπολίτευση δε θέλησε να μπει σε μεγάλο κόμμα, τα θεωρούσε μηχανισμούς εξουσιαστικούς. Έμεινε στο χώρο των μικρών ομάδων, των περιοδικών και των εφημερίδων, που προσπαθούσαν να βγάλουν την αριστερά από το τέλμα της. Έκανε πολλές απόπειρες με υπομονή και επιμονή να συμβάλλει στη δημιουργία ενός κινήματος της αριστεράς από τα κάτω
 
 

Η Δεύτερη Συνάντηση της Ελεονώρας με τον Νίκο

Λάκης Δόλγερας
  
Η Συνάντηση της Ελεονώρας  και του Νίκου

 Οι δώδεκα πρώτες σελίδες:

Αθήνα 2010
 
1

Χτυπούσε το κουδούνι, έντονα, επίμονα… όλοι έμπαιναν στη τάξη, εγώ όμως όχι, δεν κουνιόμουνα, όχι στη τάξη, όχι στη τάξη, παρέμεινα ακίνητος, σχεδόν παράλυτος ηδονικά παράλυτος… στο προαύλιο, θα έμενα στο προαύλιο, στο διάολο το σχολείο. Τηλέφωνο; Χτυπούσε το τηλέφωνο, το κουδούνισμα ήταν του τηλεφώνου! Δυσκολεύτηκα να σηκωθώ. Που στο διάβολο το είχα βάλει; To πιάτο στο πάτωμα με δυσκόλεψε, τράβηξα μια πετσέτα, μπας και ήταν από κάτω, κοίταξα κάτω από το κρεβάτι, τίποτα! Ένα ποτήρι έπεσε και έσπασε. Γέμισε το πάτωμα κρασιά. Το κουδούνισμα σταμάτησε. Πήγα στο μπάνιο, άνοιξα το νερό και έβαλα το κεφάλι μου από κάτω. Πήγαινε να σπάσει από τον πονοκέφαλο. Νέο κουδούνισμα. Το κινητό. Αυτή τη φορά το πρόλαβα.
-   Ναι.
-   Έλα ρε τι γίνεσαι;
-   Καλά.
-   Ο Στέλιος είμαι, δε με γνώρισες; Που σε βρίσκω;
-   Σπίτι μου.
-   Και γιατί δεν απαντάς στο τηλέφωνο;
-   Δε το πρόλαβα, κοιμόμουν, έβλεπα όνειρο ότι χτυπούσε το κουδούνι του σχολείου.
-   Του σχολείου; Ποιου σχολείου; Μη μου πεις ότι σε ξύπνησα, δύο η ώρα.
-  Άργησα να κοιμηθώ.
-   Είχες βγει;
-   Τηλεόραση.
-   Τίποτα καλό;
-   Μπα, ζάπιν.
-   Όλη νύχτα! Μπράβο! Πότε θα συναντηθούμε;
-   Δε ξέρω, θα δούμε.
-   Βλέπεις κανέναν;
-   Μπα, τους έχασα όλους.
-   Εσύ χάθηκες.
-   Μάλλον. 
-   Τι μάλλον και ξεμάλλον, εδώ και δυο μήνες μας έγραψες όλους… εντάξει μια γυναίκα έχασες, δε βούλιαξε ο κόσμος.
-   Τι να σου λέω τώρα από το τηλέφωνο;
-   Σωστά, βάλε καφέ, έρχομαι.
-   Το σπίτι είναι χάλια.
-   Θα πάρεις στα οικοκυρικά κακό βαθμό. Βάλε τον καφέ.

Έκλεισα το τηλέφωνο. Ήθελα να αποφύγω τα ερωτήματα του στο τηλέφωνο και τώρα μου ερχότανε εδώ. Ήταν καλός φίλος, αλλά δεν ήταν ώρα για κουβέντες. Μάζεψα τα πιάτα και τα ποτήρια που ήταν στο πάτωμα και τα πήγα στο νεροχύτη της κουζίνας. Έψαξα να βρω τη σκούπα για να μαζέψω τα γυαλιά. Δε τη βρήκα, μάζεψα μόνο τα κρασιά και πήγα στο υπνοδωμάτιο και ξαναξάπλωσα. Σ’ ένα τέταρτο ήρθε, άργησα να του ανοίξω, με είδε και είπε.
-        Α! Εσύ δεν παίζεσαι, ξαναξάπλωσες και δεν έβαλες καφέ, κι’ εγώ πήγα στο φούρνο και έφερα τσουρέκι. Μόλις  τo  ’χανε βγάλει, είναι ακόμα ζεστό.
-        Καλά βάζω τη καφετιέρα.
Έβαλα τη καφετιέρα πήγα στο μπάνιο, έριξα λίγο νερό στο κεφάλι μου, έβγαλα τις πιτζάμες και φόρεσα τα ρούχα μου. Άκουσα την καφετιέρα που τέλειωσε και γύρισα στη κουζίνα. Ο Στέλιος σκούπιζε τα γυαλιά και μ’ έπιασε στο ψιλό.
-        Κούκλος έγινες! Τι χάλια είναι αυτά; από πότε έχεις να ξυριστείς και να πλυθείς; Τρως; Βγαίνεις καθόλου έξω;
-        Όλα τα κάνω.
-        Τρίχες! Είσαι εδώ μέσα κλεισμένος και μπεκρουλιάζεις, το πολύ- πολύ να παραγγέλνεις κανένα ντελίβερυ.
Εν τω μεταξύ άνοιξε το ντουλάπι να βρει φλιτζάνι για καφέ, είδε ότι δεν υπήρχε κανένα, πήρε δύο από τη στοίβα με τα άπλυτα στο νεροχύτη, τα έπλυνε και σέρβιρε το καφέ, έπλυνε και ένα πιάτο έκοψε το τσουρέκι στα τέσσερα και το έφερε στο τραπέζι και άρχισε το παραμύθι.
-        Τι σου συμβαίνει φίλε; Εντάξει χώρισες... εδώ και ένα χρόνο όμως. Δεν έγινε και τίποτα, γυναίκες είναι γεμάτος ο κόσμος.
-        Γυναίκες!
-        Είσαι νέος και ωραίος, θα βρεις άλλη, εξ’ άλλου αυτή ήταν παντρεμένη, εσένα σε είχε ρεζέρβα. Κάνατε καλό κρεβάτι, δε λέω, αλλά τελευταία, όλο και πιο σπάνια, όλο και πιο ξενέρωτα. Μάλλον θα ’πρεπε να το δεις σαν ευκαιρία ανανέωσης.
-        Τελείωσες; Οι χωρισμοί με ταράζουν.
-        Όλους μας ταράζουν.
-        Μου ’ρθε το ανάποδο και από τον χωρισμό με τη Γεωργία, σα να με χώρισαν και οι δυο μαζί. Νέκρωσα, είμαι άδειος, δεν αισθάνομαι, χάλια, δεν αισθάνομαι τίποτα. Κινούμαι σα νεκρός, σα ζόμπι.
-        Φταις εσύ;
-        Βέβαια, ποιος φταίει;
-        Εγώ πάλι όταν χωρίζω, κατεβάζω κουρτίνες. Ξαναδιαβάζω τη σχέση από την αρχή. Για όλα έφταιγε η άλλη, η καριόλα. Η κόλαση είναι η άλλη. Ούτε φιλίες θέλω, ούτε να τη ξαναδώ. Τελεία και παύλα.
-        Με τη Τζένη, άλλα έκανες, σερνόσουν για μήνες.
-        Το γνωστό! Να προσπαθήσουμε! Να σώσουμε το δεσμό μας! Κουραφέξαλα, όταν κατάλαβα τη πορεία φθοράς, βγήκα, τελείωσε.
-        Εγώ δε μπορώ.
-        Να σου πω. Ξέρεις, βλέπω ένα γιατρό, εδώ και χρόνια, μ’ έχει βοηθήσει πολύ.
-        Σοβαρά; Δεν το ’ξερα. Έχεις κρυμμένες πλευρές.
-        Έχω και εγώ τα προβλήματα μου.
-        Ναι! Δηλαδή;
-        Θα σου τα πω κάποια μέρα, πιστεύω ότι πρέπει να πας και εσύ, παρακράτησε η θλίψη σου γι’ αυτό το χωρισμό, απομονώθηκες από όλους, θα σε βοηθήσει να βγεις από το καβούκι σου. Αν θες σε συστήνω στο δικό μου. Σε κάποιον όμως πρέπει να πας.
-        Δε νομίζω, θα συνέλθω.
-        Θα συνέλθεις; Βυθίζεσαι. Κάποιος πρέπει να σε βοηθήσει.
-        Σ’ αυτά είσαι πάντα μόνος σου.
-        Λάθος, μπορεί να σε βοηθήσει ένας ειδικός.
-        Δε νομίζω.
-        Εμένα με βοήθησε. Θα σου αφήσω το τηλέφωνο του, μπορεί να το χρειαστείς. Του μίλησα για σένα.
-        Tι του είπες; Με ποιο δικαίωμα;
-        Του είπα ότι έχω ένα φιλαράκι που πήρε βαριά το χωρισμό του και τα παράτησε όλα.
-        Και τι σου είπε;
-        Ότι χρειάζεσαι υποστήριξη, να βγεις τώρα που είναι αρχή, η κατάθλιψη...
-        Η κατάθλιψη!
-        Ναι η κατάθλιψη αν χρονίσει οργανώνεται και γίνεται δύσκολη η καταπολέμηση της.
-        Τι κάνεις εκεί που πας;
-        Τώρα είμαι σε ομάδα.
-        Σε ομάδα; Τι ομάδα; Τι κάνεις; Πόσοι είστε; Ποιοι είναι οι άλλοι;
-        Οκτώ είμαστε. Μιλάμε. Ο καθένας λέει το πρόβλημα του. Οι άλλοι μιλάνε πάνω σ’ αυτό και τον βοηθούν.
-        Πως τον βοηθούν; Του λένε, τι καλός που είσαι. Πράγματα της ζωής είναι αυτά. Μη το παίρνεις κατάκαρδα και τέτοια; Καλύτερα με κάνα φιλαράκο για κρασί.
-        Καθόλου, καθόλου. Δεν είναι έτσι, δε σου λένε τι καλός που είσαι, ακούς σοβαρά πράγματα, μερικά είναι πολύ σκληρά.
-        Σκληρά; Και σου κάνει καλό;
-        Όλοι πάνε καλύτερα.
-        Θα με βοηθήσουν ξένοι; Γιατί να νοιαστούν αυτοί για μένα;
-        Δεν είναι έτσι. Εξάλλου δε σου είπα να πας σε ομάδα, δες μόνο το Δημητριάδη, θα σε βοηθήσει.

Άλλαξα κουβέντα, πιάσαμε τα πολιτικά, Βατοπαίδι, παγκόσμια οικονομική κρίση και τα ρέστα. Βαριόμουν. Το γύρισε στα αθλητικά. Το ίδιο! Τότε ο Στέλιος μου είπε.
-       Είσαι χειρότερα απ’ ότι φανταζόμουν, να πας για βοήθεια, κι άκου να δεις, εκτός από αυτό, ο καιρός είναι καλός, Σεπτέμβρης, ο καλύτερος μήνας, θα πάμε για μπάνιο. Όχι, τη Παρασκευή θα πάμε μπαρότσαρκα να θυμηθούμε τα παλιά.

Πέρασαν δυο μέρες, έμενα μέσα, έτρωγα λίγο, έπινα πολύ και κοιμόμουν τη μέρα, ενώ τις νύχτες έκανα ζάπιν στη τηλεόραση. Τη Πέμπτη χτύπησε το τηλέφωνο το είχα πάλι κάπου χαμένο, έτρεξα να το προλάβω, το σήκωσα χωρίς να ελέγξω την αναγνώριση. Ήταν ο Στεργιώτης.
-        Τι έγινες αγόρι μου χάθηκες, ο Αύγουστος τελείωσε προ πολλού. Δέκα μήνες δεν έκανες τίποτε.
-        Λέω να περάσω αύριο, μεθαύριο.
-        Το ίδιο μου είπες και πριν δέκα μέρες.
-        Θα ’ρθω, θα ’ρθω.
-        Πως πάνε οι απαγωγές;
-        Μαζεύω υλικό.
-        Δηλαδή δεν έχεις κάνει τίποτα.
-        Σκέφτομαι και το οργανώνω. Το έχω όλο μέσα στο μυαλό μου.
-        Δε μου φαίνεσαι καλά, συμβαίνει τίποτα;
-        Όχι τι να συμβαίνει, σκατοεποχή τίποτε δεν πάει καλά.
-        Η εποχή φταίει! Πέρασε πάντως αύριο γιατί σε θέλω. Παρουσιάστηκε κάτι καινούργιο.

Είπα εντάξει, αλλά μ’ έπιασε φοβερό άγχος. Μου ήταν αδύνατο να δουλέψω. Η ιδέα, ότι θα έβγαινα πάλι να μαζέψω στοιχεία, για να γράψω ένα βιβλίο ήταν αφόρητη. Από την αγωνία δε κοιμήθηκα καθόλου, ίσως να έκανα καμιά ώρα ένα ταραγμένο ύπνο. Όταν κατά τις δέκα πήγα να πλύνω κανένα φλιτζάνι για να πιω καφέ, βρήκα το χαρτάκι με το τηλέφωνο και το όνομα του γιατρού που άφησε ο Στέλιος. Το φύλαξα, άρχισα να σκέφτομαι ότι το χρειάζομαι, ή ο Στεργιώτης ή ο γιατρός. Αποφάσισα ο γιατρός. Στις έντεκα πήρα το γιατρό, το σήκωσε ο ίδιος, λέγοντας «Δημητριάδης, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;». Δεν περίμενα τέτοια κλισαρισμένη απάντηση και σκέφτηκα να το κλείσω, ο Δημητριάδης όμως συνέχισε λέγοντας «παρακαλώ» και εγώ είπα.
-       Καλημέρα, Σαρόγλου λέγομαι, ο φίλος μου ο Στέλιος μου έδωσε το τηλέφωνο σας. Απ’  ότι μου είπε μίλησε μαζί σας για μένα… θα ήθελα να σας επισκεφτώ. - Βεβαίως κύριε Σαρόγλου, θα σας εξυπηρετούσε να σας δω σήμερα στη μία το μεσημέρι;
-       Σήμερα; σε δύο ώρες.
-        Ναι.
-        Καλά, θα  είμαι εκεί.
Μου έδωσε τη διεύθυνση του σε ένα δρόμο κάθετο της Κηφισίας, στο τέρμα Αμπελοκήπων και κλείσαμε το τηλέφωνο.
Έμεινα για λίγη ώρα ακίνητος. Τι ήταν αυτό που είχα κάνει; Κανόνισα συνάντηση με ψυχίατρο; Τρομοκρατήθηκα. Θα πάρω να το ακυρώσω. Άρχισα να πηγαινοέρχομαι στο δωμάτιο, γύρω από το τηλέφωνο. Κάποια στιγμή ηρέμησα με τη διαπίστωση, ότι τώρα είχα τη δύναμη να πάρω το Στεργιώτη και να αναβάλω το αυριανό ραντεβού για μεθαύριο, πράγμα που έκανα.

Έκανα ένα μπάνιο, ξυρίστηκα μετά από πέντε μέρες βρισκόμουν στο ιατρείο του Δημητριάδη, στο δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στην οδό Αιτωλίας στους Αμπελοκήπους. Η Αιτωλίας είναι ένας δρόμος με κατοικίες και μικρομάγαζα, κι αυτό με καθησύχασε κάπως,, δεν χωνεύω τα σουπερ ιατρεία της Βασιλίσσης Σοφίας, λίγο πιο κάτω.  Η πόρτα άνοιξε με μηχανισμό, μπήκα σε ένα σκοτεινό χολ και ως που να συνηθίσουν τα μάτια μου εμφανίστηκε ο Δημητριάδης, ήταν ένας όμορφος άντρας γύρω στα πενήντα, πολύ ψηλός, με μούσι, μου πρότεινε το χέρι του και συγχρόνως είπε.
-       Ελάτε κύριε Σαρόγλου, σας περίμενα, περάστε.
Σκέφτηκα θα με πάει τώρα στο γνωστό ντιβάνι, όμως δεν έγινε έτσι, με πέρασε σε ένα σαλονάκι, σχετικά σκοτεινό, αλλά κατά τα άλλα πολύ φιλικό. Κάθισα, με ρώτησε αν καπνίζω, και όταν του είπα ναι, μου είπε να καπνίσω αν θέλω, άναψα τσιγάρο και αισθάνθηκα χαλαρά και άνετα, άναψε τσιγάρο κι αυτός.
-        Λοιπόν κύριε Σαρόγλου εδώ μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, θα μου επιτρέψεις να σου μιλώ στον ενικό με το μικρό σου όνομα. Εμένα να με αποκαλείς Χρήστο.
-        Βεβαίως,  το όνομα μου είναι Δημοσθένης αλλά με φωνάζουν Ντίμη.
-        Ντίμη τι σε απασχολεί;
-        Το τελευταίο καιρό δυσκολεύομαι να εργασθώ και δε θέλω να βγω από το σπίτι, μένω κλεισμένος μέσα.
-        Και πως περνάς τη μέρα σου;
-        Χωρίς να το καταλάβω.
-        Θέλεις να μου περιγράψεις μια τυπική σου μέρα;
-        Ξυπνάω αργά κατά τις δώδεκα, ίσως κι αργότερα.
-        Σήμερα με πήρες στις έντεκα.
-        Ναι αλλά σήμερα ήταν διαφορετικά, μετά πίνω ένα δυο καφέδες και κατά τις τρεις τρώω.
-        Ποιος φτιάχνει το φαγητό.
-        Συνήθως παίρνω απ’ έξω.
-        Μετά;
-        Βλέπω τηλεόραση και κατά τις πέντε ξαπλώνω, στις επτά πίνω καφέ, διαβάζω εφημερίδα στο ιντερνέτ ή σερφάρω σε άλλα προγράμματα. Στις οχτώ βλέπω ειδήσεις και μετά ζάπιν, ταινίες, συνοδεία ποτού, φτάνω γύρω στις τρεις, καμιά φορά και τέσσερις.
-        Πώς είναι ο ύπνος σου;
-        Χάλια, κοιμάμαι και ξυπνώ συνεχώς, δε βυθίζομαι, το πρωί, δηλαδή, όποτε σηκωθώ, είμαι πιο κουρασμένος απ’ όταν είχα πέσει.
-        Τι δουλειά κάνεις;
-        Δημοσιογράφος, εδώ και δυο χρόνια όμως, γράφω βιβλία με υλικό που μαζεύω από δίκες, εγκλήματα, απαγωγές.
-        Έχουν εκδοθεί αυτά τα βιβλία;
-        Ναι, τέσσερα.
-        Και το εισόδημα είναι ικανοποιητικό;
-        Ναι αρκετά, είμαι λιτοδίαιτος.
-        Τώρα λοιπόν δεν υπάρχει δουλειά ή εσύ δεν μπορείς να δουλέψεις.
-        Δεν μπορώ.
-        Τι σ‘ ενοχλεί; πως ξεκίνησε αυτή σου η αδυναμία;
-        Πριν από δύο μήνες, όταν διαλύθηκε μια σχέση που είχα.
-        Διαλύθηκε;
-        Χωρίσαμε, δηλαδή με χώρισε η Λένα, μετά από μια μακρόχρονη σχέση.

Του διηγήθηκα τη σχέση μου με τη Λένα, το παθιασμένο αρχικό έρωτα, τη διάλυση του γάμου μου με τη Γεωργία, την υπόσχεση της Λένας ότι θα τα διαλύσει και εκείνη και θα παντρευτούμε. Την αθέτηση αυτής της υπόσχεσης και την μετατροπή της σχέσης σε σεξουαλικό πάρε-δώσε, ένα χρόνο, μέχρι το χωρισμό πριν δύο μήνες. Η ένταση ήταν μεγάλη, με τη διήγηση τα ξαναζούσα όλα από την αρχή. Δεν με διέκοψε ποτέ, μόνο έκανε επιδοκιμαστικές κινήσεις ή κινήσεις απορίας με το πρόσωπό του.  Είχα ξεχάσει σε ποιον μιλούσα, ήμουν αφοσιωμένος σ’ αυτά που έλεγα. Πέρασε  μια ώρα χωρίς να το καταλάβω. Στο τέλος με ρώτησε.
-        Σήμερα πως καλύπτεις τις σεξουαλικές ανάγκες σου;
-        Μετά την  Λένα δεν έχω πάει με άλλη γυναίκα.
-        Άκου να δεις είμαι γιατρός και είναι σημαντικό να σου κάνω αυτή την ερώτηση. Αυνανίζεσαι;
Δεν απάντησα. Είπε.
-       Σ’ αυτές τις περιπτώσεις θετική είναι μια τέτοια εξέλιξη.
Πάλι δεν απάντησα Είχα φορτιστεί πολύ. Ο Δημητριάδης σηκώθηκε, ήρθε κοντά μου, έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και μου είπε.
-        Ντίμη μην ανησυχείς, τα περισσότερα από όσα μου έχεις διηγηθεί έχουν συμβεί σε όλους μας. Μαζί εδώ θα τα δουλέψουμε και θα τα ξεπεράσεις. Θα ήθελα να σε ξαναδώ την επόμενη Τρίτη πάλι στη μία το μεσημέρι. Σύμφωνοι;
-        Ναι βέβαια, τι σας χρωστάω γιατρέ;
-        Κάθε συνεδρία είναι εκατό ευρώ, συνήθως πληρώνονται κάθε δεκαπέντε μέρες.
-        Καλά θα σας πληρώσω τη σημερινή και μετά όπως είπατε.

Τον πλήρωσα γιατί αμφέβαλα αν θα ξαναπήγαινα. Άκου εκατό ευρώ! Σκεφτόμουν, τώρα τι έγινε; Κάθισα   μ’ έναν άγνωστο, του είπα ότι σκεφτόμουν και δεν σκεφτόμουν, μου είπε να μην ανησυχώ και να μαλακίζομαι, του έδωσα εκατό ευρώ και έφυγα.
Τι άλλαξε;. Τέρμα δεν θα ξαναπάω. Δυο φορές την εβδομάδα, από εκατό ευρώ; Θα έπρεπε να δουλεύω για τον γιατρό από δω και μπρος. Πήρα το λεωφορείο και γύρισα σπίτι. Έβλεπα έξω τη κίνηση της Μεσογείων, χωρίς να βλέπω, ξανασκεφτόμουν όλη τη συζήτηση με τον Δημητριάδη, όλα όσα του είπα και τις αντιδράσεις του στις απαντήσεις μου. Ήταν περίεργο να ακούω τον εαυτό μου να λέει πράγματα, που ούτε ως σκέψεις δεν τα είχα ομολογήσει και φανταστεί. Ούτε που με ρώτησε κάτι συγκεκριμένο. Πως βρέθηκα σ’ αυτή τη διάθεση;

2

Στις δώδεκα το μεσημέρι κατάφερα να βρίσκομαι  στο Στεργιώτη. Παραδέχτηκα ότι δεν είχα κάνει τίποτα για τις απαγωγές. Με ρώτησε πως έβλεπα τη καινούργια υπόθεση που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες;  δεν κατάλαβα τι εννοούσε, αλλά δεν έδειξα κάτι. Συνέχισε. Αυτός που κακοποιούσε και μετά σκότωνε πουτάνες. Του είπα ότι δε διάβαζα τελευταία εφημερίδες.
-        Ούτε τηλεόραση θα έβλεπες, γιατί αλλιώς θα το ήξερες.
-        Κάνω ζάπιν, αλλά αποφεύγω τις ειδήσεις.
-        Περνάς κρίση, ε;
-        ...
-        Είναι ενδιαφέρουσα υπόθεση, αυτός είναι διαταραγμένη προσωπικότητα, γιος πόρνης, κάνει επανειλημμένες μητροκτονίες.
-         Θα μαζέψω στοιχεία, να κάνουμε μια αρχική εκτίμηση.
-        Έχει μαζέψει ο μικρός, ο Γιαννάκης, όλα τα σχετικά αποκόμματα των εφημερίδων. Πάρε το φάκελο και ρίξ’ του μια ματιά. Μάλλον είναι πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.
-        Θα τα διαβάσω.
-        Εντάξει, σε μια εβδομάδα ραντεβού να εκτιμήσουμε το εκδοτικό ενδιαφέρον.


3

Το απόγευμα πήρα το Στέλιο και του είπα ότι πήγα στον Δημητριάδη.
-        Πως πήγε;
-        Πως να πάει; Τίποτε σπουδαίο.
-        Έτσι είναι αυτή η διαδικασία, δεν σου φαίνεται σπουδαία λογικά, αλλά σε ξεφορτώνει συναισθηματικά, πως αισθάνεσαι;
-        Το ίδιο. Μόνο που τα σκέφτομαι ξανά όλα από την αρχή.
-        Θα βγούμε το βράδυ;
-        Δε ξέρω.
-        Τι δεν ξέρεις. Θα σε περιμένω στο καφέ στις δέκα.
-        Εντάξει.
Το βράδυ πέρασα από το καφέ και πήρα το Στέλιο.
-        Πεινάς; Με ρώτησε.
-        Ναι, λέω να ξεκινήσουμε από σουβλάκια, τώρα.
-        Να τ’ αφήσουμε για κάνα βρώμικο μετά.
-        Όχι σούβλους τώρα.
-        Μη πάμε όμως στη πλατεία, φοβάμαι ότι θα πέσουμε σε δακρυγόνα.
-        Και τι μ’ αυτό, γουστάρω τζέρτζελο.

Τελικά πήγαμε στα Εξάρχεια, ήταν ήσυχα. Κατά τις εντεκάμιση ανηφορήσαμε τη Μπενάκη και πήγαμε στο  παλιό μας στέκι. Είχε λίγο κόσμο, αλλά γρήγορα πύκνωσε, είχα να πάω σε μπαρ μήνες. Χαιρετηθήκαμε με το γνωστό μπάρμαν, καθίσαμε στη μπάρα. Εγώ γύρισα και κοιτούσα την αίθουσα, κοντά μας ήταν μια παρέα με πέντε γυναίκες, κοιτούσα την πιο όμορφη, μελαχρινή με καταπληκτικό σώμα κι ωραίο πρόσωπο. Ήταν και πολύ ωραία ντυμένη. Το μαύρο φόρεμα της ήταν ξώπλατο και μας έδειχνε μια πολύ 

https://sites.google.com/site/lakisdolgeras/my-books/e-deutere-synantese-tes-eleonoras-me-ton-niko 

Μια Σκοτεινή Υπόθεση

ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΠΡΩΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 

 `Επτά χρόνια μετά
  
Ήταν το τέταρτο βιβλίο που θα έγραφα στη σειρά «Σκοτεινές Υποθέσεις». Γίνονταν ανάρπαστα. Το πρώτο έγινε και ταινία. Το υλικό το αντλούσα από πραγματικές υποθέσεις, πήγαινα στα Δικαστήρια για να πάρω πληροφορίες και  να μεταφέρω την ατμόσφαιρα. Διάβαζα δικογραφίες και επέλεγα πώς θα παρουσιάσω την υπόθεση. Στο τρίτο έκανα κάτι διαφορετικό, «παγκόσμια καινοτομία», είπε ειρωνικά ο Στεργιώτης, παρουσίαζα συγκριτικά δύο περίπου ίδιες υποθέσεις πατροκτονίας. Στη μια κατηγορούμενος ήταν ένας φτωχοδιάβολος από τα Πετράλωνα και στην άλλη μόνιμος και παλιός κάτοικος Κηφισιάς.
Έπαιρνα συνεντεύξεις από τους συντελεστές της δίκης, κυρίως από τον κατηγορούμενο, τους συγγενείς του, τους μάρτυρες.  Έβαζα όσο μπορούσα λιγότερα κείμενα από την ακροαματική διαδικασία. Έδιναν στόμφο, ήταν δυσνόητα και πολλές φορές είχαν στόχο να κρύψουν παρά να αποκαλύψουν. Δικαστής ποτέ δε μου έδωσε συνέντευξη, αλλά από τους ενόρκους τις περισσότερες φορές κατάφερα να τη πάρω, παρόλο που δεν έπρεπε να μιλούν για την υπόθεση με κανένα. Οι αστυνομικοί και οι ιατροδικαστές ήταν πιο δύσκολοι. Όπου υπήρχαν κενά, πρόσθετα βάσιμες εικασίες, ή έκανα απλώς υπαινιγμούς.
Εκείνο το πρωί, Δευτέρα 13 Ιανουαρίου, κατέβηκα με ταξί από το Κάτω Χαλάνδρι  στην Αθήνα, στο Εφετείο, στην Κυρίλλου Λουκάρεως. Έφτασα στις 8.30. Έγραφα το τέταρτο βιβλίο, την υπόθεση του Βλάση Δεμερτζή. Κατηγορούνταν για το φόνο της γυναίκας του. Είχε φάει πρωτόδικα ισόβια, αλλά υποστήριζε ότι ήταν αθώος. Οπότε η υπόθεση είχε έντονο ενδιαφέρον. Το έκανε ή δεν το έκανε. Την υπόθεση την ήξερα πολύ καλά γιατί είχα διαβάσει τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και όλα τα σχετικά δημοσιεύματα. Ήμουν ενημερωμένος για πρόσωπα και πράγματα. Η επιλογή της υπόθεσης έγινε λόγω του ενδιαφέροντος που είχαν προκαλέσει οι καταγγελίες του κατηγορουμένου για φοβερούς βασανισμούς στην Ασφάλεια κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων.
Έξω από το Εφετείο η γνωστή καθημερινή εικόνα. Κάθισα να κάνω ένα τσιγάρο πριν μπω και παρατηρούσα. Περίμενα την κλούβα με τον Δεμερτζή. Άραγε θα τον αναγνώριζα; Τον είχα δει σε φωτογραφίες των εφημερίδων της εποχής κατά την έξοδο του από την ασφάλεια, τότε ήταν παραμορφωμένος από τα χτυπήματα, άλλωστε έχουν περάσει επτά χρόνια. Οι κλούβες αργούσαν. Ένας αστυνομικός της τροχαίας, με μαύρα γυαλιά ηλίου βρέξει-χιονίσει, σχετικά ηλικιωμένος, ασκούσε τα καθήκοντα του. Γνώριζε όλους τριγύρω του, αντάλλασσε κουβέντες με τους φύλακες του Μεγάρου, αλλά και με τους απέναντι μαγαζάτορες. Έμοιαζε να ρυθμίζει την κίνηση στο δρόμο, όμως κυρίως φρόντιζε να παραμείνουν  ελεύθερα τα πεζοδρόμια μπροστά από το κτήριο του Εφετείου. Εκεί βρίσκονται οι είσοδοι του γκαράζ του δικαστικού μεγάρου και οι χώροι στάθμευσης των αυτοκινήτων που μεταφέρουν τους υπόδικους.
Έρχονταν συνεχώς ταξί από την Αλεξάνδρας, σταματούσαν και κατέβαζαν επιβάτες, ντυμένους σκουρόχρωμα. Οι επιβάτες μόλις έβγαιναν, έριχναν μια αμήχανη ματιά στα πέριξ, έκαναν κάποια αβέβαια βήματα, κατευθύνονταν κάπου, σταματούσαν, κοίταζαν ξανά όλο το χώρο γύρω τους, μετακινούνταν μέχρι να βρουν τον προορισμό τους. Συγχρόνως κάποιοι ξεφύτρωναν από το πουθενά, κοίταζαν κι αυτοί γύρω τους αβέβαια, αναγνώριζαν και πλησίαζαν κάποιον από τους προηγούμενους. Σιγά  σιγά συγκροτούνταν παρέες τριών, τεσσάρων ή και περισσοτέρων ανθρώπων. Αρκετές ήταν γυναίκες. Έμοιαζαν να έχουν βγει μόλις από την κουζίνα τους. Ανάμεσά τους και μια παρέα με τσιγγάνους, πιο λυμένους και πιο εξοικειωμένους με το περιβάλλον. Οι άλλοι, πρόσωπα σκοτεινά, κακοξυπνημένοι, σώματα σφιγμένα σα να κρύωναν, ή μάλλον σα να βρίσκονταν σε ένα εντελώς άγνωστο μέρος, σ’ άλλον πλανήτη. Αντήλλασσαν μια-δυο κουβέντες με τις άλλες παρέες και σιγά-σιγά ανέβαιναν τις σκάλες του κτηρίου. Δεν έμπαιναν μέσα, περίμεναν στο μεγάλο πλατύσκαλο κοιτάζοντας προς τη μεριά της λεωφόρου Αλεξάνδρας.  Άραγε ποιους από αυτούς αφορούσε η υπόθεση Δεμερτζή;

Προσέρχονταν επίσης και οι δικηγόροι με περισπούδαστο ύφος, βαστούσαν παραφουσκωμένες τσάντες. Ήταν καλοντυμένοι, με ακριβά ρούχα, κοστούμια, μακριά παλτά ή καμπαρντίνες. Είχαν έναν αέρα σπορ ή μάλλον κάποιας αδιόρατης ατημελησίας. Τα μαλλιά τους, είτε μακριά μ’ ένα στυλ ελευθερίας  αλλά συνάμα και οργανωμένης τάξης, είτε αρκετά κοντά, μοντέρνα, χτενισμένα με ιδιαιτερότητα, δεν έμοιαζαν όμως καθόλου με εκείνα των Αμερικανών στρατιωτικών. Οι πρώτοι, οι ελευθεριάζοντες, ήταν συνήθως μεγαλύτεροι σε ηλικία. Οι γυναίκες, δικηγόροι απέπνεαν μείγμα σοβαρότητας και επιτυχημένης γυναίκας-επιχειρηματία, με κάποια πινελιά σεξουαλικότητας.
Βάδιζαν αποφασισμένα στον προορισμό τους σαν καλοί γνώστες του χώρου. Δεν χρησιμοποιούσαν τα πεζοδρόμια, περπατούσαν μέσα στο δρόμο, με το κινητό στο αφτί και ύφος κυρίαρχου. Αν συναντούσαν κάποιον και τους απηύθυνε το λόγο, απαντούσαν, αλλά συνέχιζαν να περπατούν, σημάδι ότι είχαν πολλές ασχολίες, ότι ο χρόνος τους ήταν ακριβός, δεν είχαν τη διάθεση να τον σπαταλήσουν, κάποιος μέσα τους περίμενε  για μια σημαντική συνάντηση.
Σε δέκα λεπτά ήρθαν και οι κλούβες, είδα τους κρατούμενους να κατεβαίνουν και να προχωρούν προς το κτήριο, δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω τον Δεμερτζή.
Μπήκα στο Εφετείο, πήγα στην αίθουσα που δίκαζαν τον Δεμερτζή, κάθισα σε ένα κάθισμα, δεν είχε αρχίσει η διαδικασία. Είχαν φέρει ήδη τον Δεμερτζή στην αίθουσα, με δυσκολία τοναναγνώρισα. Είχε αλλάξει πολύ, σε σχέση με τις φωτογραφίες που είχα δει, έμοιαζε είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, επειδή τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει εντελώς. Ήταν μελαχρινός, σχεδόν μαύρος, κοντός, στρογγυλοπρόσωπος, με έξυπνα μάτια, άσχημος, αλλά συμπαθής και πολύ φτωχικά ντυμένος. Πώς είχε αυτός, τέσσερις διάσημους δικηγόρους; Μάλιστα ο ένας καθηγητής του ποινικού δικαίου; Κοντά του ήταν ο αδελφός του και τα παιδιά του. Όσο μιλούσε με τους δικηγόρους του είχε στην αγκαλιά του το κοριτσάκι και του χάιδευε τα μαλλάκια του. Τα παιδιά του ήταν κι αυτά πολύ μελαχρινά, και πολύ όμορφα, ιδιαίτερα ο μεγάλος του γιος. Στην άλλη άκρη της αίθουσας ήταν οι εξ αίματος συγγενείς της νεκρής. Κι αυτοί πολύ φτωχικά ντυμένοι.
Γύρω στις 9.30 άρχισε η δίκη. Ξεκίνησε με τη διαδικασία της κλήρωσης των ενόρκων. Ο πρώτος που βγήκε ήταν ένας περίεργος μουσάτος, κάτι σαν παρατεταμένο Πολυτεχνείο, πενηντάρης, ντυμένος με χακί μπουφάν, δεν έμοιαζε με υπάλληλος. Οι περισσότεροι ένορκοι είναι υπάλληλοι, συνήθως τραπεζών, ΔΕΗ, ΟΤΕ, κ.λ.π. Γενικά στα ποινικά δικάζουν οι υπάλληλοι του Δημοσίου. Δικάζουν; Τι δικάζουν δηλαδή; Απλά παρόντες και «ναι» σε όλα. Ό,τι πουν οι δικαστές.
Ο δεύτερος οπωσδήποτε υπάλληλος Τράπεζας; Μάλλον όχι, αυτοί είναι πιο αεράτοι. Μοιάζει μ’ αυτούς που η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ έχουν στο ψυγείο για διάφορους λόγους και τους προσφέρουν στη δικαιοσύνη, όταν αναζητούνται ένορκοι. Φοράει ένα παλιό μπλε κοστούμι με ρίγες, είναι κοντά στη συνταξιοδότηση και φαίνεται ότι μόλις κατάφερε να μην ξεπέσει εντελώς στη ζωή του. Ένα πρόσωπο εκπληκτικά όμοιο με τον κατηγορούμενο, μόνο που αυτός ήταν βοηθός μαγειρίου, ενώ ο ένορκος μοιάζει να είναι κλητήρας.
Μετά έβγαιναν συνέχεια γυναίκες. Για φόνο γυναίκας, καλά είναι να μην σε δικάσουν γυναίκες. Τις έκοβαν λοιπόν οι δικηγόροι. Όταν τους τελείωσαν οι δυνατότητες για απόρριψη ενόρκων, έμεινε μία. Σαρανταπεντάρα, ξανθιά, στυλ νοικοκυράς, παλιά θα ήταν όμορφη, τώρα σαν να την έφαγαν τα άγχη του σπιτιού, των παιδιών και της δουλειάς. Έχει ένα υπόλειμμα κοκεταρίας όμως.
Ο τελευταίος είναι άντρας, ο πιο νέος, άχρωμος, σφιγμένος, τριανταπεντάρης, με κοστούμι μπεζ-καφέ από λαϊκό μαγαζί, αυτός μοιάζει με κατώτερος υπάλληλος τράπεζας. Οι δικαστές ήταν όλοι άντρες, ο πρόεδρος φαινόταν σοβαρός, δυνατός και μοντέρνος δικαστής, ενώ οι άλλοι δυο και ο εισαγγελέας, πρόσωπα σκληρά, ανέκφραστα, απ’ αυτούς που ζητούν πάντα τη πιο μεγάλη ποινή, είτε για να αντιρροπήσουν τις επαγγελματικές και επιστημονικές τους ελλείψεις, είτε γιατί είναι πεπεισμένοι ότι κανείς δεν είναι αθώος. Αυτοί οι επτά λοιπόν θα αποφασίσουν για την τύχη του Δεμερτζή, θα αποδώσουν δικαιοσύνη.

Μόλις άρχισε η καθ’ αυτό ακροαματική διαδικασία πάτησα μέσα στην τσέπη μου το κουμπί του δημοσιογραφικού μαγνητοφώνου. Μετά τα προκαταρκτικά, δηλαδή την ανάγνωση της κατηγορίας και τη δήλωση του Δεμερτζή ότι είναι αθώος, ξεκίνησαν πρώτα να καταθέτουν οι μάρτυρες κατηγορίας, αστυνομικοί. Περιέγραψαν  πώς βρήκαν το πτώμα και ποιες ενέργειες έκαναν την πρώτη μέρα. Στην αρχή είπαν ότι οι ανακρίσεις κατευθύνθηκαν προς την εκδοχή του ατυχήματος, λόγω των αρχικών ιατροδικαστικών ενδείξεων, μετά όμως την πλήρη ιατροδικαστική έκθεση στράφηκαν στην εκδοχή του φόνου που κατ αυτούς επιβεβαιώθηκε από τη διαπίστωση πως κανένας άλλος δεν μπήκε στο σπίτι. Αυτό βεβαιώνεται από την έλλειψη άλλων δακτυλικών αποτυπωμάτων, τη μη διάρρηξη της πόρτας και των παραθύρων, αλλά και από την ίδια τη κατάθεσή του. Άρα υπήρξε φόνος ο οποίος έγινε από τον Βλάση Δεμερτζή, αφού μόνο αυτός ήταν παρών στο κρίσιμο χρονικό διάστημα. Για την «ομολογία» του Δεμερτζή δεν είπαν τίποτα. Οι δύο πρώτες μέρες πέρασαν με τους μάρτυρες αστυνομικούς. Απ’ ό,τι φάνηκε οι μάρτυρες  δεν ήταν οι αστυνομικοί που ήταν υπεύθυνοι της ανάκρισης, αλλά κάποιοι άλλοι που είχαν μάθει την κατάθεσή τους σα παραμύθι.
Την τρίτη μέρα κατέθεσαν οι ιατροδικαστές. Οι μαρτυρίες τους ήταν δυσνόητες, με πολλούς επιστημονικούς όρους και μεταξύ τους τουλάχιστον διαφορετικές, αν όχι αντικρουόμενες. Ο πρώτος, συνταξιούχος πια, άφησε όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, βασικά έκλεινε προς το ατύχημα. Ο δεύτερος ήταν σαφής στην εκδοχή της δολοφονίας. Τους έγιναν πολλές ερωτήσεις, γιατί δεν έγινε πλήρης αυτοψία του χώρου, καθώς και της νεκρής, κ.λπ. Επέμεινε καθένας στην άποψή του σχετικά με τις διαφορές και απάντησαν ότι, βάσει της αρχικής εντύπωσης του ατυχήματος, υπήρξε σχετική ολιγωρία στην έρευνα του περιστατικού. Η αστυνομία θα έπρεπε να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει τις ιατροδικαστικές ενδείξεις. Τόνισαν ότι τα ιατροδικαστικά ευρήματα ήταν ενδείξεις και όχι αποδείξεις.
Τους ζήτησα συνέντευξη και δέχτηκαν και οι δύο. Στη συνέντευξη θα ήταν πιο ανοικτοί να μου πουν την άποψη τους, χωρίς να κρύβονται πίσω από την ακατανόητη επιστημονική τους γλώσσα.
Στις τρεισίμισι τέλειωσε η διαδικασία της τρίτης μέρας, απ’ ό,τι φάνηκε θα τραβούσε πολλές μέρες, πάνω από εβδομάδα. Έφυγα, πήγα στο διαμέρισμά μου στο Κάτω Χαλάνδρι, έκανα μπάνιο, έφαγα λίγο, έβαλα μπρος το μαγνητόφωνο κι άρχισα να απομαγνητοφωνώ το υλικό μου.
Είχα μαζέψει ήδη κάποια στοιχεία, πήρα στα διαλείμματα συνεντεύξεις από τους δύο ιατροδικαστές και έναν αστυνομικό. Οι ένορκοι ήταν απομονωμένοι και δεν έπρεπε να συζητούν τα θέματα της δίκης με κανένα. Ήταν όμως άνθρωποι και ήταν πολύ φορτισμένοι μ’ αυτά που ζούσαν στο Δικαστήριο. Κατάλαβαν ότι η συνέντευξη θα δημοσιευτεί αρκετά αργότερα και ανώνυμα. Ανταποκρίθηκαν οι τρεις. Συναντήθηκα με έναν έναν έξω από το Δικαστήριο στις διακοπές της δίκης.
Η συλλογή των στοιχείων ήταν εύκολη. Είναι απίστευτο πόσο οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν στιγμές δημοσιότητας. Ναι, στοιχεία είχα αρκετά, η επιλογή, ο τρόπος παρουσίασης και η τελική σύνθεση ήταν πρόβλημα. Έπρεπε να δημιουργείται ατμόσφαιρα αγωνίας στον αναγνώστη, με έντονη την αίσθηση του διλλήμματος «ένοχος ή αθώος;».

Ραντεβού με τον Στεργιώτη είχα σε μία εβδομάδα, την επόμενη Τρίτη. Θα του πήγαινα τα στοιχεία που είχα μαζέψει, ώστε να πάρω το οκέι να προχωρήσω στη πρώτη γραφή του τέταρτου βιβλίου της σειράς, Η Δίκη του Βλάση Δεμερτζή.

Φρόντιζα πάντα το φάκελο στην εντέλεια. Ακριβό ντοσιέ, πίνακας περιεχομένων, τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, οι συνεντεύξεις, τα αποκόμματα των εφημερίδων, κάθε στοιχείο, ταξινομημένα, μέσα σε σελοφάν. Ο Στεργιώτης επηρεζόταν από την παρουσίαση, ήταν ικανός να απορρίψει το καλύτερο υλικό, σε κακό περιτύλιγμα. Τις  δακτυλογραφήσεις τις ήθελε με μεγάλο μέγεθος γραμμάτων. Έπαιρνε τη σελίδα, της έριχνε μια ματιά και αμέσως καταλάβαινε τα κύρια σημεία του περιεχομένου, είχε  καταπληκτική ευκολία με τα κείμενα. Όσο μάζευα υλικό, ακολουθώντας το αρχικό σχέδιο, μου έλεγε «εντάξει, προχώρα». Λίγο πριν από το τέλος όμως τον έπιανε άγχος και πρεμούρα. «Έχουμε αναγγείλει συγκεκριμένη ημερομηνία για την έκδοση της υπόθεσης Δεμερτζή, και ένα μήνα πριν δεν έχουμε ούτε κείμενα; Σαρόγλου, πρέπει να κλειστούμε κάπου τρεις μέρες μαζί να την τελειώσουμε». Παλιά  του συνήθεια να χρησιμοποιεί  το επώνυμό μου, και όχι το μικρό μου, ίσως τον ενοχλούσε το «Ντίμης».
Καθόμασταν και τα πιάναμε όλα από την αρχή, ξεκινούσαμε με πλήρη ανατροπή της δομής, και στο τέλος φτάναμε πάλι σ’ αυτήν με την οποία είχαμε ξεκινήσει. Πλήρης επιβεβαίωση του αρχικού σχεδίου. Στο πρώτο βιβλίο είχα πάθει πανικό μ’ αυτήν τη διαδικασία, μετά συνήθισα.
Τις επόμενες δύο μέρες συνέχισα να καταγράφω τη δίκη, να παίρνω συνεντεύξεις και να απομαγνητοφωνώ. Τις συνεντεύξεις είτε τις έπαιρνα στα διαλείμματα είτε έδινα ραντεβού τα απογεύματα.
Το Σαββατοκύριακο δούλεψα πολύ. Το Σάββατο το πρωί πήγα στον Κορυδαλλό, πήρα τη μεγάλη συνέντευξη του Δεμερτζή. Την Κυριακή δούλεψα δέκα ώρες. Προχώρησα αρκετά, δακτυλογράφησα και ταξινόμησα το υλικό, έκανα και ένα πρώτο μοντάζ.

 Έμενα  μόνος. Είχα  χωρίσει πριν από δύο χρόνια. Με έπιασε η γυναίκα μου στα πράσα να την απατώ. Προσπαθήσαμε δυο - τρεις μήνες να «σώσουμε το γάμο μας», αλλά δεν πέτυχε η προσπάθεια. Η Λένα, που χτυπιόταν το πρώτο χρόνο ότι ήθελε να χωρίσει από τον άντρα της κι εγώ από τη δική μου και να παντρευτούμε, μόλις χώρισα, απομακρύνθηκε, σα να έπαψα να την ενδιαφέρω. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι ήθελε να φάει τη Γεωργία και μόλις τα κατάφερε, έκοψε. Τώρα τη βλέπω στη χάση και τη φέξη, όταν μπορέσει και το σκάσει, συνήθως μεσημέρι και αποκλειστικά για σεξ. Κι αυτό έχασε το γούστο του, πιο πολύ το κάνουμε εν ονόματι του παλιού πάθους. Έρχεται στο σπίτι, καμιά φορά μαγειρεύει κιόλας και τρώμε, φεύγει χωρίς να το καταλάβω. Μετά το σεξ, πάντα με παίρνει ο ύπνος.

Κυριακή βράδυ τέλειωσα κατά τις οκτώ, είχα ήδη πολύ υλικό, πήγα σινεμά, σ’ ένα ιρανικό φιλμ τη Βροχή. Ποίηση μέσα σε ένα κόσμο σκληρό, φοβερής ανέχειας και εξαντλητικής εργασίας, αλλά γεμάτο τρυφερότητα. Ένας ανέλπιδος έρωτας με απόλυτη αυταπάρνηση. Μετά την ταινία δεν είχα όρεξη για τίποτα, ήθελα να μείνω με τις εντυπώσεις της και γύρισα σπίτι. Πέρασαν δυο ώρες για να συνέλθω. Δεν είχα ύπνο.
Στις δώδεκα και μισή πήρα το φάκελο του Δεμερτζή και τον  ξεφύλλισα. ‘Εβγαλα  ένα ένα τα κείμενα από τα σελοφάν και τα εξέτασα. Είχα κατατάξει το υλικό κατά χρονολογική σειρά, με σημείο μηδέν το χρόνο του θανάτου της Αρετής. Το υλικό ήταν ακόμα σε πρώτο πρόσωπο, όπως πήρα τις συνεντεύξεις, εστιασμένο στη δίκη του Εφετείου. Διάβαζα και σκεφτόμουν τη δουλειά που με περίμενε, να γράψω όλα αυτά σε τρίτο πρόσωπο στον αόριστο, να επιλέξω και να τα μοντάρω. Από τα κείμενα του Τζίμη μάλλον δε θα κρατούσα τίποτα. Τι σεξουαλικό παραλήρημα ήταν αυτό. Τα πήρε ένας συνεργάτης από τη Θεσσαλονίκη, του είπα «ρώτα τον ό,τι ξέρει για το θέμα, αλλά μη μείνεις μόνο σ’ αυτό. Μας ενδιαφέρει ο χαρακτήρας του και κάθε τι γύρω από εκείνη την εποχή». Δεν κατάλαβε καλά. Μας ενδιέφερε η ζωή του Τζίμη, αλλά σε σχέση με την Αρετή. Πήγε τον Τζίμη σε ένα τσιπουράδικο, πλακώθηκαν στο ρακί, κι άρχισε ο Τζίμης να περιγράφει τα κατορθώματα του, δεν ήξερε ότι ο δικός μου τον μαγνητοφωνούσε. Τέλος πάντων, αν βάλουμε κάτι, θα το φτιάξω μόνος μου, κόβοντας τα άσχετα. Αδύνατο ήταν και το κείμενο για την Αρετή, σ’ αυτό που μιλούσε η αδελφή της. Έπρεπε να πάρω κάποιες συνεντεύξεις ακόμη.
Ξεκινούσα με κείμενο του Δεμερτζή, μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση που ενώ δήλωνε αθώος, δεν διαμαρτυρόταν για τα οκτώ χρόνια της φυλακής. Παρόλο που τακτική μου ήταν να μην κάνω ερωτήσεις, αλλά να αφήνω τον άλλο να μιλάει, δεν άντεξα και του έκανα τη σχετική ερώτηση.
Το κείμενο του το έκοψα κομμάτια ανάλογα με το χρόνο στον οποίο αναφερόταν η διήγηση του, με κεντρικό σημείο το χρόνο του θανάτου της Αρετής.

  
Η διήγηση του Βλάση Δεμερτζή
Θες να σου πω για τη ζωή μου... από πού να ξεκινήσω; ...
Καλά θα πάω από το τέλος προς τα πίσω.
Κάθε μέρα μας φέρνουν από τον Κορυδαλλό με την κλούβα. Σκοτάδι  μέσα, μόλις διακρίνουμε τους άλλους, ιδιαίτερα στο πίσω-πίσω μέρος, ήμαστε περίπου είκοσι κρατούμενοι δεμένοι σε ζευγάρια. Όλοι, Εφετείο! Οι περισσότεροι είχαν κάνει μέσα  τρία με τέσσερα χρόνια. Μόνο εγώ είχα κάνει  εφτά. Ισόβια στη πρώτη δίκη, δε βιάστηκαν να πάνε για τη δεύτερη. Άλλοι δύο είναι ισοβίτες. Ο Στέφανος, ο κοντός, βίαζε και μετά καθάριζε πουτάνες. Ήταν λέει η μάνα του πουτάνα, Και τι μ’ αυτό; Ο μόνος που είχε μάνα πουτάνα; Ποιος ξέρει τι έχει ο καθένας μέσα στην ψυχή του. Στη φυλακή είναι σαν αγρίμι δεν πλησιάζει κανέναν. Στην αρχή κάτι παλιοί του κολλήσανε, αυτός όμως ήταν σκληρό καρύδι, τους έβαλε στη θέση τους. Δε μιλάει, μόνο τα απαραίτητα... είναι φανερό ότι κάτι τον τρώει μέσα του. 


Βιβλιοκριτικές στο 'Μια Σκοτεινή Υπόθεση'

Κριτική του Πέτρου Μάρκαρη στην εφμερίδα τα Νεα:



Τέσσερις διαφορετικοί τρόποι να σκοτώνεις, Γράφει ο Πέτρος Μάρκαρης

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΕΧΕΙ ΠΕΡΑΣΕΙ ΣΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΩΡΙΜΑΣΗΣ ΤΟΥ. ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΜΕΓΑΛΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΚΑΙ ΞΕΧΩΡΙΖΟΥΝ ΜΕ ΤΗ ΔΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΤΟΥΣ

 Μια από τις μόνιμες κατηγορίες που δέχεται το αστυνομικό μυθιστόρημα από τους πολέμιούς του είναι η στερεότυπη κατασκευή του: κάποιος δολοφονείται και συνήθως ένας αστυνομικός ή ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ ψάχνουν τον δολοφόνο. Αυτοί που υποβαθμίζουν το αστυνομικό μυθιστόρημα υποστηρίζουν ότι το στερεότυπο αυτό, παρά τις επιμέρους παραλλαγές και παρεκκλίσεις που επιχειρούν κατά καιρούς οι συγγραφείς, δεν μπορεί να καταργηθεί, γιατί χωρίς αυτό απλούστατα δεν υπάρχει αστυνομικό μυθιστόρημα.

Το στερεότυπο αυτό, που καθιερώθηκε ως μοντέλο του αγγλοσαξονικού αστυνομικού μυθιστορήματος, άρχισε τις τελευταίες δεκαετίες να υποχωρεί. Νεώτεροι συγγραφείς, κυρίως από την ηπειρωτική Ευρώπη, όπως ο Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν, ο Αντρέα Καμιλέρι, ακόμα όμως και ο Χένινγκ Μάνκελ ή ο Ιαν Ράνκιν, δεν ενδιαφέρονται τόσο πολύ για το παιχνίδι με το ποντίκι και τη γάτα αλλά για τις πολιτικές και τις κοινωνικές συνθήκες γύρω από το έγκλημα. Η ανακάλυψη του δολοφόνου στους συγγραφείς αυτούς λειτουργεί κυρίως ως σύμβαση και περνάει σε δεύτερη μοίρα. Το ίδιο ισχύει και για τα τέσσερα μυθιστορήματα ελλήνων συγγραφέων που ακολουθούν.

Καινούργια θέματα

Ειδικά στην Ελλάδα υποστηρίχθηκε πολλές φορές ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα υποτιμήθηκε για πολλά χρόνια σαν παραφιλολογία. Αυτό είναι μόνο εν μέρει σωστό. Γιατί, αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι βρισκόμαστε ήδη στην τρίτη γενιά συγγραφέων αστυνομικού μυθιστορήματος. Η πρώτη ήταν η γενιά του Γιάννη Μαρή, έστω και αν είχε μόνον έναν εκπρόσωπο. Στη δεύτερη γενιά ανήκουν συγγραφείς όπως ο Πέτρος Μαρτινίδης και ο Φίλιππος Φιλίππου. Το άρθρο αυτό ασχολείται ήδη με την τρίτη γενιά ελλήνων συγγραφέων, οι οποίοι παρουσιάζουν και τη μεγαλύτερη ποικιλία θεμάτων και γραφής. Αν ο Παναγιώτης Αγαπητός καλλιεργεί με μοναδική συνέπεια το ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ο Κύπριος Κυριάκος Μαργαρίτης και ο Λάκης Δόλγερας συνεχίζουν την παράδοση του αστυνομικού με θέμα την πολιτική και την κοινωνία, των προηγούμενων γενεών, με τη διαφορά ότι ο Δόλγερας χρησιμοποιεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα το είδος του αστυνομικού-ντοκουμέντου. Η Μιμή Φιλιππίδη-Θεοχάρη πάλι βάζει στο μικροσκόπιο μια πολύ μικρή κοινωνία της ελληνικής υπαίθρου. Η ποικιλία αυτή δεν εμπλουτίζει μόνο το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά κάνει κάτι παραπάνω: το βοηθάει να μετακομίσει από τα κομοδίνα στις βιβλιοθήκες.

 Αίτιο θανάτου η ελληνική δυστυχία
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ο Λάκης Δόλγερας ξεκίνησε με ένα ιστορικό μυθιστόρημα, τις « Ξεχασμένες ιστορίες ». Το « Μια σκοτεινή υπόθεση » είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του: ένα αστυνομικό αντι-μυθιστόρημα, αφού υπάρχει θύμα, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχει και φόνος· υπάρχει δολοφόνος, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι σκότωσε. 
Ο Λάκης Δόλγερας αναπλάθει μια πραγματική δικαστική υπόθεση, η οποία πέρασε από το Κακουργιοδικείο της Χαλκίδας μέσα στη δικτατορία. Μια γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών, βρέθηκε ένα πρωί από το σύζυγο της νεκρή μέσα στην μπανιέρα. Ο σύζυγος κατηγορήθηκε ότι την είχε σκοτώσει, επειδή εκδιδόταν πίσω από την πλάτη του, και καταδικάστηκε σε ισόβια. 
Ο ήρωας του Δόλγερα αφηγείται τη δευτεροβάθμια δίκη στο Εφετείο, ύστερα από οκτώ χρόνια. Δεν είναι ούτε αστυνομικός ούτε ντετέκτιβ αλλά ούτε ερευνητής- δημοσιογράφος. Είναι κάποιος που αναπλάθει τις δίκες μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τις συνεντεύξεις με ιατροδικαστές, με ενόρκους και δικηγόρους υπεράσπισης, τις συγκροτεί σε βιβλίο με σκοπό την έκδοσή του. Είναι μια δουλειά που επιμελείται κατά παραγγελία ενός εκδότη. 
Ο Λάκης Δόλγερας αφηγείται σε δύο επίπεδα. 
Το ένα είναι το επίπεδο του αφηγητή της ιστορίας. Εδώ, ο συγγραφέας επιστρατεύει ένα ύφος ψυχρό, ουδέτερο, που αγγίζει τα όρια μιας «έκθεσης πεπραγμένων» για την έκδοση ενός βιβλίου. Ο αφηγητής κρατιέται σε απόσταση, δεν εμπλέκεται συναισθηματικά στην ιστορία και δεν παίρνει θέση. 
Αντίθετα, οι μαρτυρίες των προσώπων που ενεπλάκησαν στην υπόθεση, ιδιαίτερα του συζύγου και ορισμένων μαρτύρων, είναι συναισθηματικά φορτισμένες αλλά και αποκαλυπτικές για το μέγεθος της δυστυχίας του ζευγαριού. Ιδιαίτερα τα αποσπάσματα της αφήγησης του συζύγου που αφορούν τη μετοίκηση του ζευγαριού από το χωριό στη Θεσσαλονίκη και τη συνακόλουθη μίζερη ζωή του, έχουν αγγελοπουλικά στοιχεία, θυμίζουν «Αναπαράσταση». Οι μαρτυρίες αυτές διαθέτουν ένα επιπλέον χαρακτηριστικό, που θα το ονόμαζα «στοιχείο ελληνικής αφήγησης». Δεν μπαίνουν ποτέ απευθείας στο θέμα, κάνουν παρεκκλίσεις, ώσπου να φτάσουν στην υπόθεση. Μέσα από αυτή την κυκλική αφήγηση, ωστόσο, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την ελληνική πραγματικότητα από τη χούντα μέχρι τη δεκαετία του ΄80.



Δημοσιεύμα στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ με αναφορά στο "Μια Σκοτεινή Υπόθεση":

ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


Η ιστορία του Σταύρου Κεχαγιά


Λάκης Δόλγερας

ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ:


Μία από τις δουλειές μου, εδώ και ένα μήνα που με μετέφεραν από το στρατόπεδο αγγαρείας της Σούμλα, ήταν να πηγαίνω στην πηγή κάθε πρωί, και να γεμίζω τα παγούρια των βούλγαρων στρατιωτών της διμοιρίας, στην οποία με είχαν τοποθετήσει υπηρέτη. Η πηγή ήταν σε ένα μέρος δίπλα στο μέτωπο, κάτω από το φοβερό ύψωμα Γκάλο Μπάλο. Η περιοχή βάλλονταν από το απέναντι πυροβολικό και γι’ αυτό έστελναν εμάς. Μια μέρα που το πυροβολικό έκανε θραύση και ζήτησα να πάω το απόγευμα, μου είπε ξεκάθαρα ένας υπαξιωματικός:
‘Γιατί; τι με νοιάζει αν σκοτωθείς; Ένας Έλληνας θα σκοτωθεί.’ Είχα τύχη και δεν σκοτώθηκα. Μια μέρα όμως που είχαμε αλλού δουλειά και έστειλε ένα βούλγαρο, αυτός χτυπήθηκε και σκοτώθηκε επί τόπου.
Απέναντι είχαμε Γάλλους και Έλληνες.
Έφτασα στην πηγή γύρω στις 12 το μεσημέρι, δεν είχε πολλούς, μόνο κάτι Έλληνες και Σέρβους υπηρέτες σαν και μένα που έπαιρναν νερό. Από το ύψωμα ακούγονταν πυκνοί πυροβολισμοί, δεν ανησύχησα, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Μόνο το πυροβολικό μ’ ανησυχούσε. Γέμισα τα παγούρια και απομακρύνθηκα. Λίγο πιο εκεί είχε μια Μουριά και κάτι θάμνους ξάπλωσα να λουφάρω.
Δεν πέρασε μισή ώρα και είδα στρατό πολύ να έρχεται από τη μεριά του μετώπου, να κατεβαίνει από το ύψωμα. Αμέσως κρύφτηκα σ’ ένα χαντάκι εκεί κοντά και τράβηξα τις αβατσινιές και τις παλιουρές, που ήταν εκεί στην άκρη, επάνω μου έτσι που να μην φαίνομαι καθόλου.
Πάνω στο ύψωμα ακούγονταν πυροβολισμοί από όπλα και μυδράλια.
Οι Βούλγαροι στρατιώτες που περνούσαν ήταν πολύ αναστατωμένοι, κοιτούσαν συνεχώς πίσω τους, είχαν μερικούς τραυματίες μαζί τους και έβριζαν κάποιον, απ’ ότι κατάλαβα ανώτερό τους. Στο τέλος φάνηκε και ένα αξιωματικός που είχε το σπαθί του γυμνωμένο και φώναζε συνεχώς στους φαντάρους να περιμένουν. Σε δυο-τρία λεπτά χάθηκαν μέσα στο ρεματάκι.
Τότε είδα να κατεβαίνουν από τον λόφο Έλληνες στρατιώτες σε γραμμή, με εφ’ όπλου λόγχη και τα τουφέκια προτεταμένα.
Δεν ήξερα τι να κάνω, να βγω από την κρυψώνα, κι’ αν με πυροβολούσαν, νομίζοντας ότι ήμουν βούλγαρος; Αποφάσισα να περιμένω.
Σε λίγο οι έλληνες φαντάροι κάθισαν γύρω από την πηγή να ξεκουραστούν και να πιουν νερό, ο επικεφαλής με ένα τηλέφωνο έδινε ραπόρτο στους ανωτέρους του. Απ’ ότι κατάλαβα τους είπαν να περιμένουν ενισχύσεις και μετά να καταδιώξουν τους βουλγάρους. Έβαλαν δύο σκοπούς να κοιτάζουν προς την μεριά των βουλγάρων, αλλά αυτοί προωθήθηκαν πιο πέρα από το μέρος που ήμουν κρυμμένος.
Μετά από λίγο, όταν τους είδα να χαλαρώνουν, βγήκα από την κρυψώνα μου και τους φώναξα:
-‘Ε! αδέλφια έλληνες, μην πυροβολείτε, έρχομαι κοντά σας’.
Έπιασαν αμέσως τα τουφέκια τους και ο λοχίας επικεφαλής τους μου φώναξε:
-‘Ψηλά τα χέρια και πέταξε κάτω αυτά που βαστάς’.
Πέταξα τα παγούρια και σήκωσα τα χέρια μου.
-‘Προχώρα και έλα προς τα εδώ σιγά- σιγά’
Συγχρόνως οι άλλοι ανοίχτηκαν και έπεσαν κάτω και μερικοί με σημάδευαν με τα όπλα τους.
Πλησίασα προσεκτικά. Ευτυχώς δεν φορούσα στρατιωτικά ρούχα, αλλά κάτι κουρέλια.
-‘Που είναι το όπλο σου; Τι ρούχα είναι αυτά που φοράς;’
-‘Δεν είμαι στρατιώτης. Είμαι έλληνας, Σταύρο Κεχαγιά με λένε, είμαι από το Παγγαίο, οι βούλγαροι με συνέλαβαν στο χωριό μου και με έβαλαν υπηρέτη στο στρατό τους. Σήμερα μ’ έστειλαν να τους γεμίσω τα παγούρια νερό’.
-‘Τι διάολο έλληνας είσαι και υπηρετείς τον βουλγάρικο στρατό; και που είναι αυτό το Παγγαίο;’
-‘Τι να έκανα, αλλιώς θα ήμουν νεκρός. Ευτυχώς ήλθατε εσείς αδέλφια μου και με σώσατε, το Παγγαίο είναι στην Ανατολική Μακεδονία’.
-‘Καλά-καλά αυτά θα τα πεις εκεί που θα σε πάμε. Κωσταντή και Σωκράτη δέστε τον αιχμάλωτο με τους αορτήρες των όπλων σας και να τον πάτε πίσω στο λόχο’.
Ήταν 3 Σεπτεμβρίου του 1918, η μέρα που ελευθερώθηκα. Ίσως ήμουν ο πρώτος όμηρος που ελευθερώθηκε.
Χρειάστηκε να επαναλάβω την ιστορία μου πάνω από πέντε φορές σε διάφορους αξιωματικούς διαφόρων υπηρεσιών του στρατού που μ’ ανακρίνανε, καθώς επίσης να τους πω ότι ήξερα για τις θέσεις του βουλγαρικού στρατού για να πεισθούν ότι είμαι έλληνας όμηρος από το Παγγαίο.
Ο τελευταίος μου έδωσε μια αλλαξιά ρούχα, πέντε αγγλικές κονσέρβες κρέας, δύο πακέτα τσιγάρα και ένα φύλλο πορείας για το τραίνο με προορισμό την Θεσσαλονίκη.
Έφτασα στη Θεσσαλονίκη στις 12 Σεπτεμβρίου. Η πόλη ήταν ακόμη καταστραμμένη από την φωτιά του 1917. Ήταν όμως γεμάτη στρατιώτες και ναύτες από όλα τα μέρη του κόσμου. Μαύροι, Ινδοί, κάτι κοκκινογένηδες, όλες οι φυλές.
Με το φύλλο πορείας,  μ’ άφησαν να κοιμάμαι σε ένα στρατώνα, που είχαν για τους φαντάρους που μετακινούνταν.  Εκεί στις 17 Σεπτεμβρίου έμαθα ότι η Βουλγαρία υπέγραψε ανακωχή και θα μας αδειάσει την γωνιά από την Ανατολική Μακεδονία.
Την επομένη πήγα στο σιδηροδρομικό σταθμό. Έφευγε ένα τραίνο γεμάτο ελληνικό και αγγλικό στρατό.  Πλησίασα τους Άγγλους στρατιώτες που επόπτευαν την φόρτωση  πυρομαχικών μέσα σε σιδερένια κουτιά. Τα κουβαλούσαν δικοί μας. Έπιασα ένα κουτί και μπήκα στη γραμμή, κανείς δεν μου είπε τίποτα. Η δουλειά ήταν κουραστική, γιατί τα κουτιά ήταν πολύ βαριά. Δουλεύαμε γύρω στα είκοσι λεπτά. Οι επικεφαλής φώναζαν να κάνουμε γρήγορα. Πήρα ένα κουτί και ανέβηκα μπουλούκι μαζί με άλλους, περίμενα τελευταίος, το άφησα στο μέρος που έπρεπε και προχώρησα στο βάθος του βαγονιού που ήταν κάτι σαν αποθήκη και κρύφτηκα ανάμεσα σε κάτι σάκους. Κάποιος μπήκε μέσα δεν είδε κανέναν και το κλείδωσε απ’ έξω.
Στις  Σέρρες  ανοίξανε και άρχισαν γρήγορα βαστάζοι του σταθμού να ξεφορτώνουν τους σάκους, πήρα έναν και κατέβηκα, άφησα τον σάκο και ανέβηκα σε ένα βαγόνι που άδειασε από τον στρατό που κατέβηκε. Το τραίνο ξεκίνησε και πάλι. Στην Ατζίστα σταμάτησε, για να πάρει νερό, κατέβηκα χωρίς να με πάρει χαμπάρι κανείς. Οι άνθρωποι του σταθμού ασχολούνταν με το νερό. Ήταν σούρουπο της 18ης Σεπτεμβρίου.
Ξεκίνησα αμέσως με τα πόδια για το χωριό μου το Βασιλικό. Η απόσταση ήταν 12 χιλιόμετρα.
Έφτασα στο χωριό στις 11.30 την νύχτα. Επειδή ήξερα ότι ο βουλγαρικός στρατός ήταν πιθανό να ήταν ακόμα στο χωριό,  προχώρησα προς το σπίτι μου με προφυλάξεις. Ανέβηκα στο ταρατσάκι της διπλανής αποθήκης και μπήκα μέσα στη κρεβατοκάμαρα μας από το ανοιχτό παράθυρο, χωρίς να κάνω θόρυβο.
Σε λίγο τα μάτια μου συνήθισαν το μισοσκόταδο, γιατί είχε μια λάμπα αναμμένη με χαμηλωμένο το φυτίλι.
Στο κρεβάτι μας είδα την γυναίκα μου τη Λένη να κοιμάται με έναν άγνωστο άνδρα. Ήταν και οι δύο γυμνοί μισοσκεπασμένοι με ένα σεντόνι.
Σε μια καρέκλα, δίπλα στο κρεβάτι, βρίσκονταν τα ρούχα του άνδρα, ήταν στολή βούλγαρου αξιωματικού, κρέμονταν και η ζώνη με το πιστόλι του.
Πλησίασα ακροπατώντας και πήρα το πιστόλι. Μετά κατέβηκα από την  εσωτερική σκάλα στην κουζίνα και πήρα τη φαλτσέτα που κόβαμε το καπνό. Ανέβηκα πάλι με προσοχή στην κρεβατοκάμαρα,  πλησίασα τον Βούλγαρο και του έκοψα το λαιμό με την φαλτσέτα. Δεν έβγαλε κιχ, μόνο ένας πίδακας από αίμα πετάχτηκε που ξύπνησε την Λένη. Εγώ όμως ήμουν έτοιμος και της έκλεισα το στόμα με την χούφτα μου. Άφησα να δει ποιος είμαι και όταν είδα τον τρόμο στα μάτια της έχωσα την φαλτσέτα στο στήθος της και την γύρισα μια ολόκληρη στροφή, ξεψύχησε αμέσως.
Άνοιξα τη ντουλάπα πήρα μια αλλαξιά ρούχα, και κάτι παλιά παπούτσια και κατέβηκα στην κουζίνα, πήρα έναν παλιοτσούβαλο, έριξα ένα καρβέλι ψωμί, το πιστόλι, τα παπούτσια  και την αλλαξιά και βγήκα πάλι από το χωριό χωρίς να με δει κανένας. Πέταξα τα παπούτσια που φορούσα, οι σόλες τους σχεδόν δεν υπήρχαν και φόρεσα τα γερά. Έκανα πάλι όλο το δρόμο πίσω στην Ατζίστα φροντίζοντας να μην με δει κανένας. Στις τέσσερις το πρωί είχα φτάσει. Πήγα στη άκρη του ποταμού και κρύφτηκα μέσα στους θάμνους. Ήμουν κατάκοπος είχα περπατήσει συνολικά 24 χιλιόμετρα. Με πήρε ο ύπνος. Με το πρώτο φως ξύπνησα, γδύθηκα, έπλυνα τα αίματα από πάνω μου, σκουπίστηκα με τα παλιόρουχα, φόρεσα την καινούργια αλλαξιά, έκανα τα άχρηστα ένα μπόγο τον γέμισα με πέτρες και τον πέταξα μέσα στον ποταμό, όσο πιο μακριά μπορούσα. Μετά πέταξα και το πιστόλι. Ανέβηκα την κοίτη, πήγα πίσω από το σταθμό, κρύφτηκα ανάμεσα σε κάτι καυσόξυλα και περίμενα. Στις οκτώ έφτασε ένα τραίνο άδειο που ερχότανε από ανατολικά. Μπήκα μέσα την ώρα που ξεκινούσε, κανένας δεν με ρώτησε τίποτα. Όταν φθάσαμε στις Σέρρες κατέβηκα.
Τριγυρνούσα στη πόλη περίπου έξι μέρες, το βράδυ κοιμόμουν σε τρία σπίτια που είχα εντοπίσει ότι ήταν άδεια, κάθε βράδυ σε άλλο. Δεν πολυκυκλοφορούσα την μέρα για να μην συναντήσω κανένα γνωστό, στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού πήγαινα στο τέλος, όταν είχε φύγει ο κόσμος και έπαιρνα φαγητό.
Την έβδομη μέρα, 26 Σεπτεμβρίου, είδα από μακριά τον Θανάση Κόκα, γείτονα μου. Ευτυχώς πρόλαβα να κρυφτώ πριν με δει. Πήγα το βράδυ στο σταθμό και πήρα το τραίνο, προς τη Δράμα. Ήρθε ένας εισπράκτορας και μου ζήτησε εισιτήριο, του είπα:
-‘Τι εισιτήριο βρε άνθρωπε; Εγώ γύρισα όμηρος από την Βουλγαρία και πρέπει να πάω στο χωριό μου’.
-‘Ποιο είναι το χωριό σου και πως βρέθηκες στα Σέρρας;’
-‘Κατέβηκα στα Σέρρας, πριν δύο μέρες, το χωριό μου είναι το Βασιλικό’.
-‘Τέλος πάντων δεν μοιάζεις για όμηρος’.
-‘Είναι επειδή μια καλή γυναίκα μου χάρισε αυτά τα ρούχα’.
-‘Όταν φθάσουμε στην Ατζίστα θα κατεβούμε μαζί στο σταθμό’.
-‘Όπως θέλεις’.
Απομακρύνθηκε για τις δουλειές του.
Όταν φθάσαμε στην Ατζίστα κατεβήκαμε μαζί, προσπάθησε να βρει κάποιο αστυνομικό, αλλά δεν υπήρχε κανείς, πήγε στον σταθμάρχη, ο οποίος ήταν απασχολημένος με το τραίνο. Μου ήταν άγνωστος, ίσως ήταν καινούργιος από άλλα μέρη. Έκανε κάτι χειρονομίες που κατάλαβα ότι σήμαιναν, άσε με στη δουλειά μου. Τον αποχαιρέτησα και πριν ξεκινήσει το τραίνο πήγα πιο κάτω και ξανανέβηκα, κρύφτηκα μέσα σε ένα βαγόνι με στρατιωτικούς σάκους.
Στη Δράμα κατέβηκα, έμεινα μερικές ώρες στο σταθμό. Όταν έφθασε ένα τραίνο από τα ανατολικά γεμάτο με παλιννοστούντες ομήρους, κατέβηκα και ανακατεύθηκα μαζί τους. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς από το χωριό μου. Μας πήγαν στην επιτροπή υποδοχής. Με ρώτησαν διάφορα πράγματα. Τους απέκρυψα ότι με είχαν μεταφέρει στο μέτωπο ως υπηρέτη, έμεινα στα καθέκαστα του πρώτου στρατοπέδου. Είχα την εντύπωση ότι δεν με άκουγαν, έκαναν τις ερωτήσεις τυπικά.
Μας έδωσαν φαγητό και μας πήγαν σε ένα σχολείο. Εκεί μας φρόντιζε ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός. Μας δώσανε από μία κουβέρτα, μια αλλαξιά καθαρά ρούχα, που έμοιαζαν με στρατιωτικά, παπούτσια, μία καραβάνα, κουτάλι, πιρούνι, τρεις κονσέρβες κρέας και γαλέτα. Το πρωί μας δίνανε γάλα φτιαγμένο από σκόνη. Μας ρώτησαν, όσους ήμασταν πιο γεροί, που θέλουμε να πάμε. Εγώ είπα ότι θέλω να φύγω να πάω στο χωριό μου που έχω γυναίκα και συγγενείς.
Έβαλα τα ρούχα και τα παπούτσια του Ερυθρού  Σταυρού και τα άλλα τα χάρισα σε ένα όμηρο από το Κωτολείβος, που δεν πρόλαβε να πάρει. Το παλιό φύλλο πορείας το έκαψα. Φοβόμουνα μήπως όλα αυτά με προδώσουν, ότι είχα ξαναπάει στο χωριό.
Μου έδωσαν ένα εισιτήριο τραίνου για την επομένη στις 9 το πρωί.
Με μια ομάδα ομήρων πήγαμε στο σταθμό από τις  8.30, ψιλόβρεχε, το τραίνο ήρθε στις 12. Κατά τις 2 φθάσαμε στην Ατζίστα. Κατεβήκαμε όσοι είμαστε από τα χωριά του Παγγαίου. Περίμεναν πολλοί συγγενείς τους δικούς τους. Είχαν φέρει και ζώα για τη μεταφορά. Ειδοποιήθηκαν ότι θα φθάσουν πολλοί όμηροι. Από το χωριό μου περίμεναν πολλοί, αλλά κατέβηκα μόνο εγώ, που δεν με περίμενε κανένας. Πολλές γυναίκες ήρθαν και με ρωτούσαν για τους άντρες τους. Για τους περισσότερους δεν ήξερα, αλλά ήταν και δύο περιπτώσεις που τους είχα δει νεκρούς αλλά δεν ήθελα να τις πικράνω, οπότε απάντησα ότι δεν ξέρω τίποτα, γιατί εμένα γρήγορα με έστειλαν υπηρέτη αλλού. Η Βασίλω του  Παπαργύρη μου λέει:
-‘Σταύρο, έλα μαζί μου έχω δύο ζώα και μπορείς να χρησιμοποιήσεις το ένα’.
Την ευχαρίστησα και ανέβηκα στο ζώο, ξεκινήσαμε για το χωριό. Στην αρχή δεν μιλάγαμε, την έβλεπα μουτρωμένη και εγώ ανησυχούσα μήπως είχε αποκαλυφθεί ότι εγώ ήμουν ο ένοχος. Βέβαια σκεφτόμουνα αν ήταν έτσι δεν θα έδινε βοήθεια σε έναν δολοφόνο. Μάλλον δεν θα ξέρει πώς να μου πει το θάνατο της γυναίκας μου. Οπότε ξεθάρρεψα και τη ρώτησα:
-‘Πως ήταν η ζωή στο χωριό όσο λείπαμε; Πώς και δεν κατέβηκε και η γυναίκα μου;’
-‘Δεν περνούσαμε και πολύ καλύτερα από σας’
-Ώστε δεν περνούσατε καλύτερα; Δεν κοιμόσασταν στα κρεβάτια σας; Δεν βλέπατε τα παιδιά σας και τους δικούς σας; Δεν δουλεύατε στα δικά σας χωράφια;’
-‘Δουλεύαμε πολύ βαριά δουλειά, στρώναμε καλντερίμι στους δρόμους. Για δες τα χέρια μου πως έχουν γίνει. Όλα τα τρόφιμα και τα γεννήματα μας τα έπαιρναν οι βούλγαροι. Μετά είχαμε και άλλα προβλήματα, όπως θα διαπιστώσεις τώρα που θα πας σπίτι σου’
-‘Γιατί. Τι θα βρω;’
Δεν μιλούσε.
-‘Πες μου τι θα βρω’
Πάλι δεν μίλησε, κατέβηκα από το γαϊδούρι, πήγα και σταμάτησα το δικό της και της είπα:
-‘Κατέβα και πες μου τι θα βρω’
Κατέβηκε έσκυψε το κεφάλι και μου είπε:
-‘Κακόμοιρε, η γυναίκα σου βρέθηκε δολοφονημένη πριν από μερικές μέρες’
-‘Δολοφονημένη, πως δολοφονημένη; Ποιόν πείραξε; Ποιος το έκανε; Γιατί το έκανε;’
-‘Ήταν την παραμονή που έφυγαν οι βούλγαροι. Όταν ήρθαν οι ελληνικές αρχές έγιναν ανακρίσεις. Η Λένη ήταν πια θαμμένη. Την ίδια μέρα χάθηκε ένας βούλγαρος αξιωματικός, που ξέραμε ότι την τριγυρνούσε. Φαίνεται ότι του αρνήθηκε και την σκότωσε. Θα άλλαξε τα ρούχα του, γιατί έλειπε και μία φορεσιά σου. Τώρα ποιος ξέρει μέσα στην αναμπουμπούλα που χάθηκε’.
-‘Αχ Λένη μου τι έπαθες. Αχ τι κακό με βρήκε. Αχ τι θα κάνω τώρα’.

Έπεσα κάτω στο έδαφος και έκλαιγα. Κατά παράξενο τρόπο δεν υποκρινόμουν, αλλά έκλαιγα τη Λένη αληθινά.
Η Βασίλω με πλησίασε και με έπιασε από το ώμο και μου είπε:
-‘Μην κάνεις έτσι. Ευτυχώς εσύ σώθηκες, θα ξαναφτιάξεις στη ζωή σου’
-‘Τι να ξαναφτιάξω, χωρίς τη Λένη είμαι χαμένος, πως θα ζήσω μόνος;’
-‘Είσαι άντρας, θα τα καταφέρεις. Μακάρι να επιστρέψει και μένα ο άντρας μου κι’ ας χαθώ εγώ’.
Δεν απάντησα τίποτα κι’ ας ήξερα ότι ο άντρας της ήταν πεθαμένος. Ξανανεβήκαμε στα γαϊδούρια και ξεκινήσαμε για το χωριό. Ύστερα από λίγο η Βασίλω μου είπε
-‘Η γυναίκα σου έκλεισε την ιστορία της’.
-‘Έτσι δεν γίνεται πάντα με το θάνατο;’
-‘Όχι καμιά φορά οι ιστορίες σε κυνηγάνε και μετά τον θάνατο’.
Δεν μίλησα, αργότερα κατάλαβα τι εννοούσε, όταν έμαθα τα δικά της στο χωριό. Σκεφτόμουν τις πληροφορίες της. Κάποιος έφτιαξε έτσι τα πράγματα, ώστε να φανεί δολοφόνος ο βούλγαρος και η Λένη έγινε και μάρτυρας. Μάλλον ο πατέρας της. Το πτώμα του βούλγαρου τι το έκανε;
Το έμαθα μετά από λίγες μέρες, όταν πήγα να βγάλω νερό από το πηγάδι του περιβολιού. Δεν το χρησιμοποιούμε πια το πηγάδι μου κάνει, κάποιος έριξε ένα ψοφίμι μέσα και το νερό βρώμισε.
-‘Πρέπει να κατέβω να το καθαρίσω’, συνέχισε, πράγμα που δεν έκανε ποτέ.
Συνεχώς με ρωτούσε, πότε έφθασες πότε γύρισες, κάποιο μάτι σε πήρε στα Σέρρας και τέτοια.
-‘Θα παραγνώρισαν’ του λέω. ‘Γιατί ρωτάς; Να το χαρτί της απογραφής μου από την επιτροπή υποδοχής στη Δράμα, βλέπεις έχει ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου’.
Δεν τον φοβόμουνα, γιατί ήξερα ότι προτιμούσε να λογίζεται η Λένη θύμα των βουλγάρων, έστω και χωρίς να τιμωρηθεί ο ένοχος, παρά να μαθευτούν οι πομπές της. Όσο μπορούσα τον απέφευγα και γενικά λόγω του πένθους δεν έβγαινα πολύ έξω.
Μετά από ένα χρόνο παντρεύτηκα την Βασίλω την χήρα του Παπαργύρη, κάναμε δύο παιδιά και περνάμε πολύ καλά.
Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω, γιατί συγχώρεσα τη Βασίλω, που έμαθα ότι είχε κάνει τα ίδια, και όχι τη Λένη;


Ομιλία στο ΣΥΜΠΟΣΙΟ της Εταιρείας Σπουδών της Σχολής 

Μωραΐτη, Αστυνοµική λογοτεχνία, 30 Μαρτίου 2012.

Λάκης Δόλγερας

Ποιος το ’κανε ή γιατί το ’κανε


Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές, την εταιρεία σπουδών της Σχολής Μωραΐτη, για την τιμή που μου έκανε να με προσκαλέσει να απευθυνθώ στο κοινό αυτού του πολύ ενδιαφέροντος συνεδρίου.
Θα μου επιτρέψετε να συστηθώ λίγο παραπάνω ώστε να γίνει καθαρό το πλαίσιο των σκέψεων που θα μοιραστώ μαζί σας τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά.
Άρχισα να γράφω μετά τα εξήντα μου.  Έχω εκδώσει τρία βιβλία, τα δύο εκ των οποίων κινούνται στα όρια του αστυνομικού. Άρα δεν διεκδικώ κάποια επιστημονική εξειδίκευση για την αστυνομική λογοτεχνία, όπως υπονοεί ο τίτλος του συνεδρίου.
Η εισήγηση μου λοιπόν θα είναι επιτυχής στο βαθμό που θα προκαλέσει κάποιες σκέψεις για συζήτηση.
Η μόνη υποχρέωση ενός μυθιστορήματος, του οποιουδήποτε μυθιστορήματος σύμφωνα με τον Χένρυ Τζαίημς είναι να είναι ενδιαφέρον και αυτό επιτυγχάνεται με την ελευθερία του συγγραφέα να αισθάνεται και να γράφει. Πρακτικά λοιπόν ενώ η συγγραφή ενός γενικού μυθιστορήματος δεν υπόκειται σε κανένα κανόνα, αντίθετα φαίνεται ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα υπόκειται σε κανόνες. 
Από τη γέννηση του – πολλοί θεωρούν ληξιαρχική πράξη γέννησης του το βιβλίο του Έντγκαρ Άλαν Πόε τα Εγκλήματα της οδού Μοργκ το 1841 – και τουλάχιστον κατά την εποχή που ονομάστηκε Χρυσή κυριαρχείται από την πάλη του καλού με το κακό. Αυτή υπάρχει σε οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο. 
Στο συγκεκριμένο όμως είδος η πάλη εκφράζεται συγκεκριμένα από ένα κεντρικό ερώτημα: 
Ποιος τόκανε;
Στην διερεύνηση του ερωτήματος επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με το τι είναι αυτό που έκανε. Το αστυνομικό μυθιστόρημα περιέχει ένα έγκλημα ή την απειλή για ένα έγκλημα ή την υποψία για ένα έγκλημα που είναι υπό διερεύνηση. Περιέχει μια ύβρη στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, στους νόμους των ανθρώπων και του θεού, άρα και του συνηθισμένου αναγνώστη. Προκαλεί ή μάλλον βιάζει, και πολλές φορές βάναυσα, την ηθική παράμετρο του ανθρώπου.
Για να καταργηθεί η ύβρις ο ένοχος πρέπει να ανευρεθεί και να τιμωρηθεί, η ηθική τάξη να αποκατασταθεί.
Ο συγγραφέας όταν κτίζει τον ήρωα που εγκληματεί, φέρνει στην επιφάνεια το κακό, το ασυνείδητο, με φροϋδικούς όρους το σκοτεινό αυτό, δηλαδή μια πλευρά του εαυτού του, αλλά και κάθε ανθρώπου, φαντασιακή, αλλά παρούσα. Αυτό πυροδοτεί παρόμοια διαδικασία στον αναγνώστη,  βλέπει δηλαδή κι αυτός στον αρνητικό ήρωα μια πλευρά του εαυτού του που κατοικεί μέσα του στα σκοτεινά βάθη της ψυχής του, στο ασυνείδητο του. Φοβάται ότι θα μπορούσε να είναι στη θέση του εγκληματία. Αναγνωρίζει αυτή τη πλευρά του, παρά την ιδιαιτερότητα της εκάστοτε ιστορίας, 
επειδή αόριστα πιστεύει ότι είναι ένοχος.
Ο ένοχος εαυτός που απειλεί να έρθει στο συνειδητό, να κατακτήσει το χώρο της καθημερινής ζωής  πρέπει να αναγνωριστεί και να τιμωρηθεί, έτσι ώστε να σπρωχτεί πίσω στα βάθη του ασυνείδητου. 
Ο ηθικός εαυτός να επικρατήσει, το υπερεγώ να δικαιωθεί. Η εξέλιξη της μάχης μεταξύ καλού και κακού, μεταξύ ασυνείδητου και υπερεγώ δημιουργεί αγωνία, το λεγόμενο σασπένς,  σύμφυτο στοιχείο με την αστυνομική λογοτεχνία.  Αυτή η αγωνία που του επιφύλαξε ο συγγραφέας πρέπει να καταργηθεί.
Αυτή η επαναλαμβανόμενη σε κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα τραυματική και καθαρτική στη συνέχεια διαδικασία είναι επιθυμητή και διασκεδαστική. Αποτελεί λύτρωση για τον αναγνώστη. Εξηγεί την τεράστια επιτυχία του είδους.
Ο συγγραφέας λοιπόν οφείλει να απαλλάξει τον αναγνώστη από το τραύμα να του προσφέρει την ποθούμενη  κάθαρση. Μαζί βαδίζουν τον δρόμο αυτό. Ο συγγραφέας πρέπει να βάλει τον ένοχο φυλακή και ο αναγνώστης τον ένοχο εαυτό του πίσω  στο ασυνείδητο, η ηθική τάξη  και μαζί μ’ αυτή η ηρεμία του αναγνώστη να αποκατασταθεί.
Η ανεύρεση του ποιος τόκανε αποτελεί λοιπόν νόμο αλλά και περιορισμό για το αστυνομικό μυθιστόρημα και συνακόλουθα για τον συγγραφέα του.
Πως μπορεί να γίνει αυτό; Πρώτα πρέπει να αναζητηθεί ο ένοχος. Ποιος είναι αυτός που παραβιάζει την ηθική τάξη κρυμμένος κάτω από την επιφάνεια των ήρεμων και αγαθών κοινωνικών σχέσεων. 
Το αναλαμβάνει ο άλλος ήρωας  του αστυνομικού, ο λογικός - η λογική ως υπόβαθρο της ηθικής - να ερευνήσει, να αναζητήσει να αποκαλύψει και να οδηγήσει στη δικαιοσύνη τον ένοχο. 
Ο ήρωας αυτός είναι φανερός, αγνός ή εξαγνισμένος, έξυπνος με τετράγωνη λογική - συνήθως ο ίδιος διαχρονικά για κάθε συγγραφέα. Παίρνει τη μορφή του αστυνομικού, του ιδιωτικού ντετέκτιβ, του εισαγγελέα, του δικηγόρου, του δημοσιογράφου, του χομπίστα ερευνητή, κλπ.  Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι 
στην ουσία δεν έχει καμιά σχέση με τους αντίστοιχους πραγματικούς  επαγγελματίες που κάνουν αυτή την εργασία. 
Αποτελεί ένα μη ανθρώπινο ιδανικό σχήμα – παρά τα περίεργα μουστάκια, τις πίπες, 
τις παράξενες συνήθειες και τα σχετικά με τα οποία τον προικίζει ο συγγραφέας για να κάνει πιστευτή την ιστορία του. 
Εκπροσωπεί τη λογική, το καλό, την ηθική πλευρά της κοινωνίας και πάνω από όλα 
το υπερεγώ του συγγραφέα/αναγνώστη
Οι διάφοροι συγγραφείς ακολούθησαν διαφορετικούς τρόπους για να τον παρουσιάσουν. Όπως ήδη λέχθηκε κάποιοι τον τοποθέτησαν εκτός αστυνομίας και ακόμη εκτός κοινωνίας κατασκευάζοντας ένα περίεργο και ιδιόρρυθμο ον – ερευνητή (Ηρακλής Πουαρώ, Σέρλοκ Χόλμς, Μις Μάρπλ). 
Κάποιοι προτίμησαν τον βετεράνο ιδιωτικό αστυνομικό του περιθωρίου (Φίλιπ Μάρλου, Σαμ Σπέιντ). Κάποιοι, όπως ο Λάρσον προτίμησαν έναν δημοσιογράφο σε συνεπικουρία με το θύμα εκδικητή.
 ‘Αλλοι έναν καταδιωκόμενο και εξαγνισμένο μέσα στη φωτιά της κοινωνικής 
καταπίεσης (Σαλάντερ) και κάποιοι απλά με το να προσδιορίσουν τον αστυνόμο εκτός κρατούντων και συνήθως σε σύγκρουση με τους ισχυρούς της αστυνομίας και του πολιτικού συστήματος, το οποίο αρκετές φορές βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά (Μαιγκρέ, Μπέκας, Λόυντ Χόπκινς, 
Χαρίτος,  Μονταλμπάνο).
 Αυτό το φροϋδικό δίπολο. ο καλός και λογικός που αναζητεί τον κακό που κυριαρχείται από τις άνομες επιθυμίες και πράξεις. αποτελεί τον καμβά του αστυνομικού μυθιστορήματος. Κορυφαία ανάδειξη του δίπολου στο σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα στο πρώτο της Πατρίτσια Χάισμιθ, Strangers in a Train και στο ομώνυμο εξαιρετικό φιλμ (ο άγνωστος του εξπρές) του Άλφρεντ Χίτσκοκ  όπου ο ηθικός και άσπιλος εαυτός έρχεται φάτσα με τον  σατανά εαυτό.  Οι ρόλοι τους εναλλάσσονται. 
Ο  Γκάι συναντά στον Μπρούνο, την ανείπωτη  επιθυμία του να σκοτώσει την σύντροφό του που εμποδίζει την κοινωνική του επιτυχία. Ο Μπρούνο εκτελεί την επιθυμία του Γκάι κι αυτός τον κυνηγά για να αποδείξει την αθωότητα του.  Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το δίπολο για πρώτη φορά εμφανίζεται στη τραγωδία του Οιδίποδα όπου εγκληματίας και ερευνητής είναι το ίδιο άτομο.
Παρά την διαφορετική σκοπιά που οι συγγραφείς των αστυνομικών είδαν αυτό το δίπολο, δηλαδή η αναζήτηση του ενόχου ώστε να τιμωρηθεί – έστω και αν σε κάποια αστυνομικά μυθιστορήματα ο ένοχος δηλώνεται εξ αρχής - τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια που υπάρχει αυτό το είδος δεν καταργήθηκε, άλλαξε αλλά δεν καταργήθηκε.
Στη πρώτη του φάση κυριαρχήθηκε όσον αφορά την  διερεύνηση του εγκλήματος από τις λογικές επαγωγικές θεωρίες που ακολουθούσαν την Νευτώνεια φυσική. Αυτή η μορφή κύρια εκφράστηκε με την Αγγλική Σχολή στη Χρυσή Εποχή του Αστυνομικού μυθιστορήματος με τον Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και την Αγκάθα Κρίστι. Μια κρυμμένη αλλά ντετερμινιστική αλληλουχία γεγονότων που έπαιρνε την μορφή κλειδιού λύσης του γρίφου και που ήταν φανερή στον προικισμένο, λογικό και όπως αναφέρθηκε προηγουμένως κοινωνικά ιδιόρρυθμο και αδιάφθορο ήρωα κατέληγε στην ανακάλυψη 
του ενόχου. Ο ένοχος συνήθως κινούνταν από την επιθυμία του για υλικά αγαθά, δύναμη ή αντεκδίκηση στη σκοτεινή πλευρά του κόσμου, ενώ ο ερευνητής από την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. 
Η ηθική υπόσταση του θύματος δεν παίζει ρόλο, μπορεί να είναι ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος μπορεί όμως και να υπάρχουν χίλιοι λόγοι να τιμωρηθεί (έγκλημα στο Εξπρές Οριάν), Εγκληματίας, θύμα και ερευνητής ανήκουν στην ίδια τάξη μεσαία και ανώτερη. Ο χώρος του είναι η Αγγλική εξοχή και η αστική συνοικία της Αγγλικής πόλης, εξωτικοί τόποι συνήθως ειδηλιακοί και φωτεινοί.  Σ’ αυτό το είδος 
η τιμωρία δεν παίζει σχεδόν κανένα ρόλο είναι απλή συνέπεια της αποκάλυψης του ενόχου, που αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της κάθαρσης.  Ο ένοχος θεωρείται προσωπικά υπεύθυνος. 
Η υπευθυνότητα του είναι βασισμένη στην ελευθερία των επιλογών του. Οι κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες κινείται ο ένοχος περιγράφονται ακροθιγώς και δεν αποτελούν κυρίαρχο παράγοντα σε αντίθεση με την ηθική 
και την ψυχολογία.
Ο ίδιος ο ερευνητής ποτέ δεν απειλείται από τον εγκληματία άμεσα, η μόνη προσπάθεια του εγκληματία είναι να κάνει το γρίφο άλυτο. Στις περισσότερες περιπτώσεις με νέους φόνους νέα εγκλήματα. 
Τα πάμπολα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι (από το 1920 ως το 1976) που ακολουθούν αυτή 
τη συνταγή με παραλλαγές εξωτερικού χαρακτήρα μεταφράστηκαν σε 103 γλώσσες και υπολογίζεται ότι εκδόθηκαν σε τέσσερα δισεκατομμύρια αντίτυπα. Μια απίστευτη εκδοτική πλημμυρίδα που μόνο η έκδοση της Βίβλου και των βιβλίων του Ούιλιαμ Σαίξπηρ ξεπέρασε, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Το είδος είχε εξαιρετικά υψηλή δημοφιλία. Που οφείλονταν; Ήταν τόσο εξαιρετική συγγραφέας η Αγκάθα Κρίστι; Κατά την άποψη μου ήταν μια μέτρια συγγραφέας που χρησιμοποίησε πολύ καλά μια εξαιρετική συνταγή.
Μια παραλλαγή του ποιος το κανε, ακολούθησαν περίπου την ίδια εποχή 1920 - 1960 και οι αμερικάνοι συγγραφείς αστυνομικού. Ο ερευνητής εξακολουθεί να μην είναι δημόσιος αστυνομικός. 
Ενώ στην αγγλική σχολή υπάρχει μια απέχθεια στα μέλη της αστυνομίας που παρουσιάζονται με μέτρια μυαλά που δεν μπορούν να λύσουν τον γρίφο, στην αμερικάνικη σχολή, η απέχθεια για την επίσημη αστυνομία έγκειται στη κτηνωδία και τη διαφθορά της.
Σε μια κοινωνία γενικά διεφθαρμένη, η αστυνομία δεν μπορεί να παίξει το ρόλο της ηθικής πλευράς. 
Αυτόν τον αναλαμβάνει ο ιδιωτικός ντετέκτιβ. Συνήθως άνθρωπος του δρόμου, μόνος, σχεδόν κοινωνικά αποκλεισμένος, οικονομικά αποτυχημένος, με κίνητρο όμως την χρηματική αμοιβή, προσπαθεί να λύσει έναν γρίφο που δεν κινείται στην νοητική σφαίρα, αλλα αποτελεί ένα κουβάρι κρυμένων κοινωνικών σχέσεων. Σε μια κοινωνία σκληρή, που η λουστραρισμένη της επιφάνεια 
είναι ψευδής, ο καλός και ο κακός είναι δυσδιάκριτος και ο θύτης και το θύμα είναι σε 
εναλλασσόμενους ρόλους. Ο κόσμος όλος παρατηρείται μέσα από τα μάτια του μοναχικού ιδιωτικού ντετέκτιβ που μετέχει στα ίδια τα δρώμενα της συγκεκριμένης ιστορίας, κυνικός, εξαιρετικά σκληρός, κάποιες φορές περνάει τα όρια των θεσμών, φοράει τον μανδύα αυτής της κοινωνίας, αλλά κρύβει έναν ρομαντικό και τρυφερό χαρακτήρα. Η ματιά του είναι ανδρική. 
Η ματιά αυτή βλέπει το γυναικείο φύλλο αινιγματικό. Ουράνιο και διαβολικό, αθώο και στο βούρκο συγχρόνως.
Οι ήρωες του ο Φίλιπ Μάρλοου ο Σαμ Σπέϊντ και οι άλλοι ιδιωτικοί ντετέκτιβς του αμερικάνικου αστυνομικού δεν λύνουν πια το γρίφο του ποιος τόκανε με την εξυπνάδα και τη λογική αλλά με το κορμί τους, τη γροθιά τους και το πιστόλι τους και συγχρόνως παθαίνουν μύρια όσα.
Στο είδος αυτό -hardboiled novel το ονόμασαν οι αμερικάνοι (μεταφορά της σκληρότητας του καλοβρασμένου αυγού στην σκληρότητα του ντετέκτιβ) ή noir αργότερα οι γάλλοι - η επιστήμη και οι κατακτήσεις της μοιάζει να υπηρετεί το κακό, οι καλοί είναι loosers, το καλό είναι περιθωριοποιημένο. 
Το κίνητρο για το έγκλημα είναι το χρήμα και η ισχύς. Ο ένοχος πολλές φορές γνωρίζει το μάταιο και αδιεξοδικό του εγχειρήματός του και όμως το πραγματοποιεί μέσα από μια υπαρξιακή παρόρμηση ή γιατί ανήκει σ’ ένα κόσμο κλειστό που προσπαθεί να σπάσει με τη βία. Η γενικευμένη βία, η σκοτεινή, ζοφερή και αδυσώπητη κοινωνία είναι το περιβάλλον του είδους, εξ’ ου και νουάρ. 
Θα έλεγε κανείς ότι η κοινωνία ανήκει στον εγκληματία –παρά την αποτυχία του να αποκτήσει ισχύ και χρήμα-, ή ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να μας συμφιλιώσει με την σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας. Ναι το άγριο ασυνείδητό μας είναι εκεί και προσπαθεί να κυριαρχήσει, δημιουργεί μεγάλες αδυσώπητες σκοτεινές πόλεις όπου η ηθική είναι χαοτική. Το περιβάλλον είναι σκοτεινό και μαύρο, τα σπίτια και οι χώροι των πλούσιων βαρβαρικοί.
Το καλό που εκφράζει ο λαϊκός, σκληρός ντετέκτιβ περνάει δύσκολα και με θυσίες πάνω από το διεφθαρμένο εποικοδόμημα της κοινωνίας,  το καλό το εκπροσωπεί το άτομο ενώ το κακό οι κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες. Ο αναγνώστης - άτομο μπορεί καλύτερα να ταυτιστεί με τον ντετέκτιβ. 
Η ταύτιση αυτή προσφέρεται σε κάθε καταπιεσμένο ή καθέναν που αισθάνεται καταπιεσμένος και που οι επιθυμίες του δεν έχουν εκπληρωθεί. Οι επιθυμίες των πολλών νομιμοποιούνται, οι ένοχοι τιμωρούνται σκληρά συνήθως με την φυσική τους εξαφάνιση, μπορεί η διαφθορά να μην τελειώνει αλλά το καλό παίρνει την εκδίκηση του. Η κάθαρση συντελείται. Το μυθιστόρημα αυτό γίνεται μαζικό, τυπώνεται σε λαϊκά περιοδικά στις ΗΠΑ, με τεράστια κυκλοφοριακή επιτυχία. Επίσης τα έργα αυτά αποτέλεσαν υπόβαθρο σεναρίων εξαιρετικά επιτυχημένων  ταινιών όπως Το γεράκι της Μάλτας, Οι δολοφόνοι, Η ζούγκλα της ασφάλτου, Με διπλή ταυτότητα, Ο άγνωστος του Εξπρές κ.α.  δίνοντας αίγλη στο είδος.
Σε μια παραλλαγή του αστυνομικού αυτού  το ποιος το ’κανε δηλώνεται από την αρχή. Συνήθως είναι ένα αστυνομικό με πολύ βία. Σ’ αυτό η πλοκή μπορεί να πάρει δύο δρόμους. Στον πρώτο τον ένοχο γνωρίζει  ο συγγραφέας/αναγνώστης και κανένας άλλος. Στο δεύτερο ο ένοχος είναι γνωστός σε όλους και όλη η πλοκή αφορά ένα ανθρωποκυνηγητό. Στην πρώτη περίπτωση ενισχύεται το αίσθημα ενοχής του αναγνώστη με το να είναι ο μόνος που γνωρίζει. Στη δεύτερη συνήθως μεγαλώνει η άσκηση βίας και η αγωνία συνίσταται στην επιθυμία για γρήγορη και καταλυτική τιμωρία. Το ποιος 
τo ’κανε  -με την έννοια της διερεύνησης της σκοτεινής πλευράς της προσωπικότητας - 
παραμένει σημαντικό παρά τη δήλωση του εξαρχής. Η προσωπικότητα του ενόχου το ποιος πραγματικά τo ’κανε απελευθερώνεται από την υποχρέωση να αποκρυβεί το σασπένς αφορά την σύληψη και την τιμωρία.
Ο κορυφαίος εκπρόσωπος του hardboiled, Raymond Chandler κατηγορεί το αστυνομικό της Χρυσής εποχής ως ανιαρό και εκτός κοινωνικών συνθηκών. Οι ολοκληρωτικοί πόλεμοι, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα γκουλάγκ, η εξαθλίωση των πληθυσμών στο Τρίτο Κόσμο αλλά και στις Μητροπόλεις των αναπτυγμένων χωρών, έκαναν το πρώτο είδος της Χρυσής Εποχής του Αστυνομικού να μοιάζει αθώο και αφελές, παρά την κυκλοφοριακή του επιτυχία. Αντίθετα το αμερικάνικο hardboiled έμεινε για να επηρεάσει τις εξελίξεις. Είναι   μοντέρνο και ρεαλιστικό. Είναι πιο συμφιλιωμένο με την διττή υπόσταση της ανθρώπινης ψυχής. Οι κοινωνιολογικές εξηγήσεις για το έγκλημα είναι παρούσες. Ένας κόσμος από γκάγκστερς, διεφθαρμένους πολιτικούς και αστυνομικούς, αδίστακτους επιχειρηματίες δικαιολογεί την τέλεση των εγκλημάτων. Αναδύεται όμως 
το ερώτημα ποιες ήταν οι συγκεκριμένες κοινωνικές περιστάσεις που ανάγκασαν τον συγκεκριμένο άνθρωπο να εγκληματήσει; Γιατί τόκανε;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα μεταπολεμικά κυοφορείται ένα τρίτο είδος –  αρχικά 
κορυφαίος εκπρόσωπος του ο Σιμενόν αλλά και ο δικός μας ο Γιάννης Μαρής. Αυτοί παρόλο που δεν ξεφεύγουν από το ερώτημα ποιος τόκανε αρχίζουν να θέτουν κοινωνικά ερωτήματα. Το είδος ολοκληρώνεται σε δύο σύγχρονες σχολές αστυνομικού μυθιστορήματος το Mediterranean noir και το Σκανδιναβικό Αστυνομικό Μυθιστόρημα. Επηρεασμένο από το αμερικάνικο νουάρ καθώς και από την μεγαλύτερη αποδοχή του βίαιου σκοτεινού ασυνείδητου από την σημερινή κοινωνία, το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα συμφιλιώνεται με την ιδέα ότι ένοχος θα μπορούσε να είναι ο 
καθένας μας, ότι όλοι έχουμε μια πλευρά, που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να εγκληματήσει. Ποιες είναι όμως αυτές οι συνθήκες; Το χτίσιμο του ήρωα-ενόχου μετακινείται από τις ψυχολογικές ερμηνείες στις κοινωνιολογικές, στο Γιατί τόκανε;
Το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον πρωταγωνιστεί.  Ναζί, φασίστες, συνεργάτες των γερμανών μαφιόζοι που υποδύονται ή σχετίζονται με επιχειρηματίες (Σιμενόν, Καμιλιέρι, Λάρσον Μάρκαρης), αποικιοκράτες, συνεργάτες των μυστικών υπηρεσιών (Ατιά. Γκρανζέ) συνιστούν το πλέγμα του κακού, νόμιμη αλλά μη νομιμοποιημένη εξουσία, υπόγεια αλλά παρούσα. Ο Μάρκαρης μάλιστα εντάσσει σ’ αυτό το πλέγμα και την γενιά του Πολυτεχνείου, μια νομιμοποιημένη πολιτικά γενιά, συνδέοντας το κακό με την όποια εξουσία. Τα άτομα παίζουν μικρότερο ρόλο στο είδος αυτό. Από την άλλη πλευρά οι λογικοί ήρωες, συνήθως περιθωριοποιημένοι και ρομαντικοί αστυνομικοί που υπηρετούν την νομιμότητα του κράτους δικαίου συγκροτούν το δίπολο.
Σ’ αυτό το είδος παρόλο που πολλές φορές το κυνήγι του ποιος τό’ κανε παραμένει,  ο 
ερευνητής αστυνομικός θαρρείς και είναι ένας αφηγητής ενός κοινωνικού δράματος σε ένα χώρο. Το ποιος το ’κανε δεν είναι πια ατομική υπόθεση αλλά κοινωνική. Το ερώτημα μετατοπίζεται στο ποια είναι αυτή η κοινωνία που δημιούργησε τον εγκληματία’
Στον Ατιά λες και ο χώρος, η πόλη στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή  είναι ο ένοχος. Αυτή τη στιγμή θυμάμαι πολύ καλά τις περιγραφές του Ατιά για την σύγκρουση των πολιτικών δυνάμεων στο Αλγέρι την καταπληκτική περιγραφή της πόλης, τους αριστεριστές της Κόκκινης Μασσαλίας,  αλλά δεν θυμάμαι τον ένοχο.  Στον Λάρσον πάλι όλοι όσοι αποτελούν την κυρίαρχη τάξη, επιχειρηματίες, αστυνομικοί, τραπεζίτες κοινωνικοί λειτουργοί είναι ένοχοι. Το κακό έχει κοινωνική 
αφετηρία κι αυτό διαμορφώνει τη δράση των ατόμων. Το γιατί τόκανε εξηγείται με κοινωνικές και πολιτικές κατηγορίες. Όμως στις περισσότερες περιπτώσεις παραμένει το ερώτημα ποιος τόκανε
Θεωρείται όμως πρόσχημα για να ξεδιπλωθεί το ερώτημα γιατί τόκανε.
Νομίζω ότι η παραμονή του πρώτου ερωτήματος δείχνει την αδυναμία του είδους. Οι 
κοινωνιολογικές ερμηνείες προσκρούουν στην ελευθερία του ανθρώπου και στην συνακόλουθη ατομική ευθύνη. Ενώ στο ποιος τόκανε η κάθαρση είναι πλήρης με τη σύλληψη και την τιμωρία του ενόχου, στο γιατί τόκανε η κάθαρση είναι περιορισμένη και μετέωρη. Προφανώς ο ερευνητής δεν μπορεί να αλλάξει τις δομές της κοινωνίας. Έτσι η αναμενόμενη κάθαρση και πάλι αφορά το ποιος τόκανε. Συλλαμβάνεται και τιμωρείται ο ένοχος.
Η υψηλή δημοφιλία του είδους νομίζω ότι παραμένει λόγω της ισχύος του ερωτήματος ποιος τόκανε
Δεν είναι πρόσχημα αλλά λυτρωτική καθαρτήρια λειτουργία για τους αναγνώστες. Οι συγγραφείς του είδους που παραθέτουν τις κοινωνιολογικές ή πολιτικές τους απόψεις, αν τις έδιναν στο κοινό ως δοκίμια ακόμη και ως λογοτεχνήματα θα είχαν πολύ λιγότερους αναγνώστες. Από την άλλη πλευρά όπως προαναφέρθηκε οι  κοινωνιολογικές απαντήσεις δίνουν περιορισμένες  και λειψές απαντήσεις για το καλό και το κακό, δεν συγκροτούν έναν ντεντερμινισμό, Η ηθική υπερβαίνει την κοινωνιολογία. 
Ο άνθρωπος παρά τις συνθήκες είναι ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του, άρα το ποιος το’ κανε θα έχει πάντα τη σημασία του στην αναζήτηση της ηθικής υπόστασης του ανθρώπου και κατά συνέπεια θα παραμείνει, αλλά και θα κοσμεί στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
 

 photo signature_zpsd2a79fd8.jpg