Παύλος ο καλός ο μαθητής…….
Σχόλιο:
Αγαπητοί φίλοι και φίλες στην
Ελλάδα
και σε ολόκληρο τον κόσμο όπου
και
αν βρίσκεστε ότι και αν κάνετε
καλημέρα σας.
Σάββατο 3 Νοεμβρίου ξημερώματα
Κυριακής
εγώ προσωπικά θα δώσω
συγχαρητήρια στο κρατικό
κανάλι της ΝΕΤ στο ψυχαγωγικό της
πρόγραμμα με τον
Σπύρο Παπαδόπουλο στο <<Στην
υγειά μας>> αφιέρωμα
στον μεγάλο Χαράλαμπο
Βασιλειάδη <<ή Τσάντα ή Λόγια>>
και με άλλα ψευδώνυμα
παρουσιαζότανε αυτός ο μεγάλος
στιχουργός που θα τον θεωρήσω εγώ
τον πυλώνα του
πολιτισμού μας στη λαϊκή και
ρεμπέτικη θα τολμούσα
Ελληνική μουσική. Το λιγότερο
που θα μπορούσα να κάνω
ένα αφιέρωμα στον μεγάλο αυτό στιχουργό,
θα δείτε ποιο
κάτω τα τραγούδια του και θα
καταλάβετε όπως και εγώ
που ακούω 56χρόνια και τραγουδώ, όπως και εσείς τα
πασίγνωστα τραγούδια που δεν γνωρίζουμε
ότι είναι
τραγούδια του Χαράλαμπου
Βασιλειάδη.
Και λογικά θα πρέπει να μας ενδιαφέρει
ποιος είναι ο
δημιουργός-στιχουργός του κάθε
τραγουδιού και όχι
μόνο του εκτελεστή τραγουδιστή.
Δημιο
Δημιουργός – Στιχουργός: Τσάντας-Βασιλειάδης
Τίτλος τραγουδιού: Αγωνία , Στιχουργός: Τσάντας
Βασιλειάδης, Συνθέτης: Γιώργος Ζαμπέτας
Τίτλος τραγουδιού: Αναψε το τσιγάρο , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Γεράσιμος Κουλουβάτος
Τίτλος τραγουδιού: Ακου τα’αηδόνια , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Γιώργος Ζαμπέτας
Τίτλος τραγουδιού: Ανοιξε-άνοιξε , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Γιάννης Παπαιωάνου-ψηλός-πατσάς
Τίτλος τραγουδιού: Απ’της Ζέας το
λιμάνι , Στιχουργός: Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Γιάννης
Παπαιωάνου-ψηλός-πατσάς
Τίτλος τραγουδιού: Από τα πολλά φαρμάκια , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Στέλιος Χρυσίνης
Τίτλος τραγουδιού: Απόψε κούκλα μου , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Σαράντης Κοτομάτης
Τίτλος τραγουδιού: Απόψε μ’εγκατέλειψες , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Στέλιος Χρυσίνης
Τίτλος τραγουδιού: Αφού αγαπιόμαστε , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Κώστας Ξενάκης
Τίτλος τραγουδιού: Βαθυά στη θάλασσα θα πέσω , Στιχουργός: Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης:
Γιώργος Ζαμπέτας
Τίτλος τραγουδιού: Δεν πουλάω την καρδιά μου , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Πάνος Γαβαλάς-Πίτουρας
Τίτλος τραγουδιού: Είμαι απόψε στα μεράκια , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Απόστολος Χατζηχρήστος-Σμυρνιωτάκι
Τίτλος τραγουδιού: Είσαι γυναίκα του μπελά , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Γιάννης Παπαιωάνου-ψηλός-πατσάς
Τίτλος τραγουδιού: Είσαι σαν νεράϊδα , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Βασίλης
Τσιτσάνη – Βλάχος
Τίτλος τραγουδιού: Η άμαξα μες τη βροχή , Στιχουργός:
Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Χατζηχρήστος – Σμυρνιωτάκι
Τίτλος τραγουδιού: Η πεντάμορφη, Στιχουργός: Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης:
Χατζηχρήστος-Σμυρνιωτάκι
Τίτλος τραγουδιού: Ηρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου
, Στιχουργός: Τσάντας Βασιλειάδης, Συνθέτης: Γιώργος Ζαμπέτας
Και άλλα πολλά τραγούδια που
κρατήσανε συντροφιά και θα κρατάνε ακόμη πολλές γενιές.
Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή «τσάντας», υπήρξε Έλληνας στιχουργός ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών.
Γεννήθηκε στο Ρένκιοϊ, της Τρωάδας το 1907 και πέθανε στις 16 Μαΐου 1970 στην Νέα Φιλαδέλφεια. Σε ηλικία επτά ετών ήλθε στην Αθήνα και μαθήτευσε στην Λεόντειο Σχολή. Ήξερε να μιλά και να μεταφράζει σε πολλές γλώσσες, όπως αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά. Υπήρξε επαγγελματίας μεταφραστής, ενώ εργάστηκε και στο Υπουργείο Ναυτικών. Στον Παμμικρασιατικό Σύλλογο τα τελευταία χρόνια του 30΄, γνώρισε τον στιχουργό Κώστα Κοφινιώτη και σ΄αυτόν εμπιστεύτηκε τους πρώτους του στίχους. Αργότερα πέρασε στο χώρο των δισκογραφικών εταιρειών. Η πρώτη επίσημη δισκογραφική του παρουσία χρονολογείται το Δεκέμβρη του 1946 με το “Δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι” σε μουσική του Στελλάκη Περπινιάδη, ωστόσο είχε κιόλας ξεχωρίσει προπολεμικά με το «Μπρος στον Αγιο Σπυρίδωνα», που έγινε μεγάλη επιτυχία με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης έμεινε γνωστός στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, ως «Τσάντας», παρατσούκλι που του «κόλλησε» οΣτράτος Παγιουμτζής, καθώς ο Βασιλειάδης γύριζε στα στέκια των μουσικών στην οδό ΄Ιωνος, στην Ομόνοια, με ένα χαρτοφύλακα γεμάτο στίχους. Μερικές φορές χάριζε τους στίχους του σε άλλους στιχουργούς κι άλλοτε πάλι διόρθωνε ή συμπλήρωνε τους στίχους συνδέλφων του. Συνεργάστηκε με συνθέτες όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Στίχους του ερμήνευσαν μεταξύ άλλων οι: Τόλης Βοσκόπουλος, Βασίλης Τσιτσάνης, ο Πάνος Γαβαλάς, η Πόλυ Πάνου.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη
εγκυκλοπαίδεια
Xαράλαμπος Βασιλειάδης – « Ο
μέγας Τσάντας»
|
Στο χώρο του λαϊκού
τραγουδιού, πρωταγωνιστές που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην
πορεία και εξέλιξή του, εξακολουθούν να παραμένουν εδώ και δεκαετίες αδικαίωτοι στο…
Στο χώρο του λαϊκού
τραγουδιού, πρωταγωνιστές που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο
στην πορεία και εξέλιξή του, εξακολουθούν να παραμένουν εδώ και δεκαετίες αδικαίωτοι στο…
περιθώριο της “ιστορίας”, χωρίς την ανάλογη προβολή και
αναγνώριση. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην ελλιπή βιβλιογραφία και έρευνα, στην παθολογική κρυψίνοια
και εμμονή των ανθρώπων που ασχολούνται με το είδος να εξαντλούν το όλο
“θέμα” σε λίγες στερεότυπες παραμέτρους και ίσως στην άγνοια που “νίπτοντας τας χείρας”
εξασφαλίζει στους σύγχρονους Πιλάτους τον “ύπνο του δικαίου”.
Η κατηγορία των στιχουργών είναι αυτή που αναμφίβολα έχει
υποστεί τα περισσότερα δεινά. Τον παλιό καλό καιρό το “Εν αρχή ην ο λόγος”
δεν είχε πέραση στην τραγουδοποιία. Οι στιχουργοί - σύμφωνα με τα ήθη και
έθιμα της εποχής - παρέμεναν στωικά στην αφάνεια αφού οι συνθέτες και οι
ερμηνευτές είχαν τον πρώτο “λόγο”. Έτσι στους περισσότερους δίσκους 78
στροφών αλλά και σε πολλά 45άρια αναγράφεται η συνήθης ένδειξη,
στίχοι-μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Απόστολος
Χατζηχρήστος κλπ.
Με το πέρασμα των χρόνων, αποκαλύφτηκε ότι πίσω από τις ετικέτες κρύβονταν πρόσωπα που λίγο-πολύ ήταν γνωστά για την άλλοτε έντονη κι άλλοτε αραιή και διακριτική τους παρουσία στην δισκογραφία. Ποιος να φανταζόταν ποτέ ότι ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, που επισήμως - λόγω των άτυπων συμφωνιών - φέρεται ως στιχουργός 86 τραγουδιών, θα διέθετε τελικά “μυστική” εργογραφία πολλαπλάσια της αναγραφόμενης; Σιγά-σιγά, κι αφού οι εμπλεκόμενοι έχουν φύγει πια απ’ τη ζωή, τα πράγματα αρχίζουν να μπαίνουν στην θέση τους και να λέγονται με το πραγματικό όνομά τους. Γιατί όσο ορισμένοι από τους θιασώτες των ειδικών αυτών συμφωνιών παρέμεναν στο προσκήνιο, παρατηρήθηκαν φαινόμενα, όπου το όνομα των στιχουργών - που τυπώθηκε κανονικά στους παλαιότερους δίσκους - να μην υπάρχει στις μεταγενέστερες εκδόσεις.
Μια άλλη διάσταση, στην οποία ο Τσάντας - όπως και άλλοι μάστορες του
λόγου αλλά και της μελωδίας - σημείωσε αξιόλογες “επιδόσεις”, ήταν το “χάρισμα” των
δημιουργιών του. Όμως λίγο πριν αλλά και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,
μάλλον θα ήταν ασύλληπτο, ακόμα και για τους πιο προνοητικούς, να συλλάβουν
το “ζήτημα” των πνευματικών
δικαιωμάτων που διαιωνίζουν σήμερα σε “άσχετους” απογόνους,
την άδικη αλλά συνηθισμένη τότε, απλή “αναταλλαγή” ή “μοιρασιά” ή “υποχρέωση”
ή απλώς “χατήρι”.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Σύμφωνα με μαρτυρίες και πληροφορίες που συλλέξαμε από διάφορες πηγές ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης γεννήθηκε στο Τσανακ Καλέ της Μικράς Ασίας το 1902. Με τα προσφυγικά κύματα έρχεται στην Ελλάδα. Ήταν μορφωμένος και γλωσσομαθής και για τον λόγο αυτό ασχολήθηκε με μεταφράσεις κειμένων όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του (“Ντόμπρα και Σταράτα” επιμέλεια Κώστας Χατζηδουλής, εκδόσεις Κάκτος, 1982).
Η πρώτη του επίσημη παρουσία στην δισκογραφία, σύμφωνα με τις
ετικέτες των δίσκων, καταγράφεται το Δεκέμβρη του 1946 στην Columbia, με το “Δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι”
{DG 6620} σε μουσική του Στελλάκη Περπινιάδη. Όμως ο Βασιλειάδης είχε ήδη
ξεχωρίσει προπολεμικά για την στιχουργική του δεινότητα. Μια μεγάλη επιτυχία
της Ιωάννας Γεωργακοπούλου, το περίφημο “Μπρος τον Άγιο Σπυρίδωνα” όπως
αποκαλύφτηκε πια, φέρει την υπογραφή του.
Ο Κώστας
Βίρβος στην βιογραφία του (“Μια ζωή τραγούδια”, εκδόσεις
Ντέφι, 1985) αναφέρει ότι Βασιλειάδης γνώριζε τέσσερις γλώσσες και για ένα διάστημα
εργάστηκε στο Υπουργείο
Ναυτικών, αλλά σύντομα τον κέρδισε η στιχουργική
εγκαταλείποντας οποιανδήποτε άλλη δραστηριότητά. Μάλιστα, ο Βίρβος, τονίζει
ότι πριν την δική του εμφάνιση στην δισκογραφία οι μόνοι επαγγελματίες λαϊκοί
στιχουργοί ήταν η Παπαγιαννοπούλου και ο Βασιλειάδης:
<<... ο Μπάμπης Βασιλειάδης, ο παλιότερος, η Ευτυχία
Παπαγιαννοπούλου που άρχισε το ΄47 να γράφει, εγώ και μετά ο Χρήστος Κολοκοτρώνης
>>.
Αλλά και τα λόγια του Γιώργου
Ζαμπέτας, μέσα από την αυτοβιογραφία του (“Βίος και Πολιτεία
- Και η βρόχα έπιπτε στρειτ θρου”, επιμέλεια Ιωάννας Κλειάσιου, εκδόσεις
Ντέφι, 1997) είναι ενδεικτικά της “προπολεμικής” ενασχόλησης και αναγνώρισης
του Βασιλειάδη στο χώρο του τραγουδιού:
<<Το Μπάμπη, τον ήξερα απ’ το ΄45, μας είχε συστήσει ο
Στράτος στο μπαράκι και με συμπάθησε και μού ‘δινε στίχους για να γράφω κάνα
τραγουδάκι >>.
ΜΙΑ ΤΣΑΝΤΑ ΓΕΜΑΤΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ![]() Ο Βασιλειάδης είναι γνωστός στο κύκλωμα της τραγουδοποιίας με το παρατσούκλι Τσάντας ο λόγιας. Έτσι τον αποκαλούσε χαρακτηριστικά ο χιουμορίστας και πλακατζής Στράτος Παγιουμτζής και του... έμεινε. Το ίδιο είχε συμβεί και με το “Βλάχος” που κόλλησε στον Τσιτσάνη. Ακόμα και σήμερα αν μιλήσεις με κάποιον παλαιότερο δημιουργό ή ερμηνευτή δεν θα συνεννοηθείς ποτέ λέγοντας “Βασιλειάδης”, αλλά σίγουρα θα βρεις την άκρη με το “Τσάντας” που στα χρόνια υπερίσχυσε του “Λόγιας”. Το “Τσάντας” ήταν εύστοχο γιατί ο Βασιλειάδης γυρνούσε στα στέκια των μουσικών στην Ίωνος, με έναν χαρτοφύλακα γεμάτο στίχους. Οι συνθέτες τον πλησίαζαν, ζητώντας του “υλικό” κι εκείνος άνοιγε την τσάντα κι έβγαζε τα στιχάκια του. Πολλές φορές έγραφε κατά παραγγελίαν. Του υπαγόρευαν το θέμα κι εκείνος πίνοντας το καφεδάκι του στο μπαράκι του “Μάριου”, έπαιρνε χαρτί και μολύβι και εκτελούσε “τας διαταγάς”.
Γεγονός είναι ότι ο Τσάντας, τα μεταπολεμικά χρόνια κυριάρχησε με την
πένα του στην δισκογραφία και γενικότερα στο χώρο του. Πολυγραφότατος,
ευρηματικός και αστείρευτος κινήθηκε με άνεση και απλότητα σε όλα τα μήκη και
πλάτη του τραγουδιού. Από “ελαφρολαϊκά” των Άκη Σμυρναίου (“Η τράτα”, “Το
τελευταίο γράμμα”, “Ζαφείρα” με την Μαριάννα Χατζοπούλου, “Ένα φιλάκι” με
την Ούλα Μπάμπα) και Νίκου
Γούναρη (“Σκαλί καλέ μου σκαλί”, “Στο ψηλό το μπαλκονάκι”,
“Μαχαραγιάς αν ήμουνα”} μέχρι βαριά λαϊκά όπως τα “Φέρτε μια κούπα με κρασί”
σε μουσική Απόστολου Καλδάρα με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, “Όταν κοιμάται ο δυστυχής”
του Βασίλη Καραπατάκη με τον Τάκη Μπίνη, “Απόψε μ’ εγκατέλειψες” του Στέλιου
Χρυσίνη με την Ρένα Στάμου, “Η
λαδιά” του Ανέστου Αθανασίου ή Γύφτου με τον Βαγγέλη
Σοκορέλη και την Ανθούλα Αλιφραγκή”, “Εσύ ΄σαι αριστοκράτισσα” του Λ.
Μπουρνέλη με τον Γιώργο Ταλιούρη, “Σκαλοπάτι-σκαλοπάτι”
και “Σκαλί, σκαλί
κατέβηκα” του Γιώργου Λαύκα, “Σάπιο σανίδι πάτησα”
του Γεράσιμου Κλουβάτου κ.α.
Ξεχωριστές και πολυαγαπημένες στιγμές τα “Η αμάξα μές την βροχή”
και “Πεντάμορφη”
του Χατζηχρήστου και οι θρυλικοί “Γλάροι”
σε μουσική Νίκου Μεϊμάρη με το μελωδικό νουέτο των Πάνου Γαβαλά και Βούλας
Γκίκα. Ο Γαβαλάς ερμήνευσε πολλές δημιουργίες του Τσάντα. Ανάμεσά τους τον
πρώτο λόγο κατέχει το “Σιγανοψιχάλισμα”
με το οποίο και καθιερώθηκε στην δισκογραφία το 1956. Άλλες όμορφες
καταθέσεις τους: “Για κρατήστε με πια φίλοι” σε μουσική Βαγγέλη Πρέκα,
“Μην αργείς κι αργοπεθαίνω” του Χρυσίνη, “Γύρνα πάλι στο
φτωχοκάλυβό μας” του Παναγιώτη Πετσά και το επιτυχημένο “Μ’ έκανε η αγάπη σου ξενύχτη”
του δεξιοτέχνη μπουζουξή Αντώνη Κατινάρη.
Αλλά μήπως υστερούν σε μαγεία και χάρη οι “Σεβιλιάνες” σε
μουσική του Λαύκα και το “Όλα ξεχάστηκαν” του Γιάννη Σταμούλη ή
Μπιραλάχ που σφράγισε με τη φωνή της η Στέλλα Χακίλ , το “Φυσάει ο μπάτης”
της Γεωργακοπούλου, η “Μαγκάλα”
του Ατταλίδη, οι “Παρτίδες”
του Μανώλη Χιώτη; Τι μπορεί να πει κανείς για τόσο απλές αλλά έντονα
δραματικές στιγμές, όπως αυτές που ξετυλίγονται στο ανεπανάληπτο “Μη μου ξυπνάς το παρελθόν”
του Κάξου και στην “Γόπα”
του Φώτη Χαλουλάκου.
Ο τελευταίος είχε δηλώσει
σχετικά στον Τάσο Σχορέλη (“Ρεμπέτικη Ανθολογία”, τόμος Δ΄, εκδόσεις Πλέθρον,
1981):
<< Στον Τσάντα χρωστάω πολλά. Κι όχι μόνο εγώ. Και ποιον δεν βοήθησε; Αυτός με πήγε στην Odeon. Για τον Τσάντα πρέπει να γραφτούνε πολλά γιατί του αξίζει. Ολόκληρο βιβλίο... Παίζαμε σ’ ένα ουζερί στη Βάθη με τον Κυριαζή. Εκεί με στίχους του Τσάντα έγραψα τη “Γόπα”. Την τραγούδησε ο Γιάννης και αυτός ήταν ο πρώτος του δίσκος>>.
Με στίχους του Τσάντα έκανε το ντεμπούτο σαν συνθέτης στο
γραμμόφωνο και ο Γρηγόρης
Μπιθικώτσης, το 1949, με το “Καντήλι τρεμοσβήνει”
που ερμήνευσαν οι Στελλάκης, Σούλα Καλφοπούλου και Μάρκος Βαμβακάρης. Η
συνεργασία τους συνεχίστηκε με τα “Πήρα
την στράτα την κακιά” που τραγούδησε η Πόλυ Πάνου και “Ξένο
σπίτι, ξένες πόρτες” με τον Τσαουσάκη. Επίσης ο Σπύρος Ζαγοραίος ενώ
ξεκίνησε την πορεία του στο τραγούδι το 1952 με μια δημιουργία του Τσιτσάνη,
η πρώτη ουσιαστικά εγγραφή του θεωρείται αυτή που πραγματοποίησε 6 χρόνια
μετά στο αθάνατο “Άναψε
το τσιγάρο” των Κλουβάτου-Τσάντα στην Odeon. Το ίδιo
τραγούδι ηχογράφησε λίγους μήνες αργότερα και η Καίτη Γκρέυ για λογαριασμό
της “αντίπαλης” Columbia. Η Γκρέυ συνέδεσε το όνομά της με ένα μεγάλο σουξέ
των Χρυσίνη-Τσάντα, το “Κάτσε
στον καναπέ μου”.
Στίχους του Βασιλειάδη μελοποίησε και ο Τσιτσάνης. Ανάμεσα τους
περιλαμβάνεται και “Το
πικραμένο αγόρι” με την φωνή Τσαουσάκη που τόσο πολύ αγάπησε
ο Μάνος Χατζιδάκις ώστε να το συμπεριλάβει στα ‘Πέριξ” με την Βούλα Σαββίδη
και σε οργανική μορφή στον “Σκληρό Απρίλη του ΄45”.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ: ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ-ΖΑΜΠΕΤΑΣ-ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ Ο Τσάντας συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους κορυφαίους συνθέτες και ερμηνευτές. Την μεταπολεμική περίοδο η σύμπραξή του με τον Γιάννη Παπαϊωάννου έμεινε ιστορική: “Πριν το χάραμα”, “Είσαι γυναίκα του μπελά”, “Απ’ της Ζέας το λιμάνι”, “Στα πεύκα και στα έλατα”, “Άνοιξε γιατί δεν αντέχω”, “Κάνε κουράγιο καρδιά μου”, “Είμαστε φίλοι”, “Σβήσε το φως να κοιμηθούμε” “Δεν σε ρωτώ ποια ήσουνα” κ.α. Το τελευταίο τραγούδι το ερμήνευσε το 1953 ο Στέλιος Καζαντζίδης σημειώνοντας επιτυχία. Ο Καζαντζίδης μου είχε μιλήσει με κολακευτικά λόγια για την αξία και την προσωπικότητα του Τσάντα τονίζοντας ότι αυτός μεσολάβησε για την γνωριμία του με τον Χρυσίνη και την μετέπειτα ένταξή του στην δισκογραφία. Έκτοτε οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν λίγες φορές αλλά πάντα με λαμπρά αποτελέσματα: “Ένας μάγκας στο Βοτανικό” σε μουσική Σπύρου Περιστέρη (το τραγούδι είχε κυκλοφορήσει με διαφορετικούς στίχους το 1933 και ερμηνευτή τον Ζαχαρία Κασιμάτη) “Πάντα εσένα συλλογιέμαι” του Στράτου Ατταλίδη, “Κλαίει απόψε η καρδιά μου” κ.α.
Ο Καζαντζίδης στην δεύτερη -μετά το 1987- πορεία του δτην
δισκογραφία επανεκτέλεσε το “Πριν
το χάραμα” των Παπαιωάννου-Τσάντα που είχαν
πρωτοτραγουδήσει το 1947 οι Οδυσσέας Μοσχονάς και Στελλάκης και το “Πικραμένο δειλινό”
του ακορντεονίστα Σωτήρη Ζωιόπουλου που ξεχώρισε το 1955 με τον Γαβαλά.
Η πορεία του Τσάντα απ’ τα μισά περίπου της δεκαετίας του ΄50
μέχρι και το βιολογικό του τέλος, το Μάη του 1970, σημαδεύτηκε απ’ την
μελωδική αύρα και τον συνθετικό οίστρο του Γιώργου Ζαμπέτα. Ανάμεσά τους,
πανταχού παρών, και ο Καζαντζίδης. Αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο το Ζαμπέτα να
μας τα διηγηθεί καλύτερα:
<< ...το 1952 ηχογραφώ το πρώτο μου τραγούδι στην
Columbia, τότε που ανέβαινε κι ο Καζαντζίδης, αλλά δεν μου τον δώσανε, μου
δώσανε τον Τσαουσάκη. Το “Σαν
σήμερα, σαν σήμερα” σε στίχους του Χαράλαμπου του Βασιλειάδη.
Οικτρά αποτυχία!... Πήγαμε την επόμενη βδομάδα και γραμμοφωνήσαμε με τον
Καζαντζίδη το “Αφήνω
γεια στη μάνα μου” σε στίχους Βίρβου. Του βάζω πάλι μετά του
Καζαντζίδη, αφού έγινε το πρώτο ανάρπαστο το “Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω” σε
στίχους του Τσάντα... Έχω πελάτες που με αγαπάνε πολύ κι έρχονται στο μαγαζί
μου για μένα, έχει αρχίσει πια το όνομά μου να μετράει. Κάνω τότε και το
τραγούδι με τον Καζαντζίδη που γίνεται ανάρπαστο και είμαι σε πολύ καλή σειρά
>>.
Για τα τραγούδια των Ζαμπέτα-Βασιλειάδη, έχω την εντύπωση, ότι
οι τίτλοι και μόνο, μιλούν από μόνοι τους: “Ζαλούμπα”, “Μεξικάνα”, “Βραζιλιάνα μου γλυκειά”,
“Στάσου στο 16”, “Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου”, “Ο αράπης”, “Ο πιο καλός
ο μαθητής”, “Κυρ’ Αλέκο”, “Τα δειλινά”, “Πάει-πάει”, “Πατέρα κάτσε φρόνιμα”,
“Ακου τ’ αηδόνια”, “Αγωνία”, “Ο ξενύχτης” “Πού ‘σαι Θανάση”
κ.α. Το τελευταίο μελοποιήθηκε τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Τσάντα.
Ο Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία
του είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός και κατατοπιστικός:
<< Αυτός που ήτανε τρέλα, ήτανε ο γέρος. Αυτός ήτανε μπαξές! Ερχότανε ο Μπάμπης στο σπίτι και καθόμαστε ώρες ατέλειωτες. Γράψε-σβήσε συνέχεια. Του έλεγα τη βλέψη μου για κάθε τραγούδι κι αμέσως τό ‘γραφε, μεγάλη ευχέρεια στο γράψιμο... Ήτανε αδελφός της πρώτης γυναίκας του Παπαδόπουλου, του δικτάτορα, μ’ αυτήν που είχε τα δυο παιδιά. Ο Παπαδόπουλος την είχε χωρίσει την αδελφή του Τσάντα, την είχε όμως σ’ ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη με φρουρά και την προστάτευε γιατί είχε τα παιδιά του. Ο Τσάντας είχε και γραφείο κοντά στο γραφείο του Παπαδόπουλου, αλλά πολύ σπάνια καθότανε εκεί. Έμενε σε μιαν οκέλα, ένα προσφυγικό χαμόσπιτο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκεί πήγαινα εγώ και γράφαμε τραγούδια, γράφαμε στίχους σβήναμε. Ήτανε πολύ δυνατός, του έλεγες τι θέλεις περίπου, πέντε λέξεις κι αμέσως, τάκα-τάκα το έφτιαχνε. Ήτανε παντρεμένος με την κυρία Άννα... Μου λέει η κυρία Άννα ότι την ώρα που πέθανε άνοιξε την τσάντα του και έδωσε ένα τραγούδι για μένα. Το “Πού ‘σαι Θανάση”. Σημαδιακό τραγούδι. Με έλεγε γιο του ο Τσάντας. Δεν είχε παιδιά, άκληρος ήταν. Αφού τα ποσοστά του απ’ τα τραγούδια που κάναμε ήτανε κανονικά το 50% κι ο γέρος ήθελε το 1/3. Έλεγε πως τα άλλα ανήκουνε στα εγγόνια του, τα δικά μου παιδιά δηλαδή. Χρυσός άνθρωπος, μας αγαπούσε πάρα πολύ. Μεγάλος θησαυρός για το ελληνικό τραγούδι, απ’ τους μεγαλύτερους!>> ![]() <!--[endif]-->ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΑ ΛΟΓΟΥ Ο Τσάντας διαθέτοντας μια εκπληκτική ευκολία και άνεση στο γράψιμο, μερικές φορές για λόγους “μικροπολιτικής” ή γαλαντομίας, χάριζε τους στίχους του. Ο Παπαιωάννου στην αυτοβιογραφία τα λέει “ντόμπρα και σταράτα”:
<<Πολύ καλός στιχουργός, είπαμε, αλλά τα τραγούδια του
τα πούλαγε 5 δεκάρες ή τα χάριζε, όπως η Παπαγιαννοπούλου. Ξέρω πολλά
τραγούδια που έδωσαν αυτοί κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες χωρίς να παίρνουνε
δεκάρα. Ναι, τσάμπα!>>.
Ο Βίρβος συνηγορεί με τον
μπάρμπα-Γιάννη :
<< Είχε τρομερή ευχέρεια στο γράψιμο στίχων. Πρέπει νά ‘χει γράψει γύρω στα 2000 τραγούδια. Πολλές φορές αν δεν παίρνανε στίχους δικούς του, τους έδινε με 10%, 15%, τους χάριζε ουσιαστικά, απλά και μόνο για να ακουστούν>>.
Ο Ζαμπέτας με την σειρά του υπογραμίζει:<< Ο Τσάντας με
την τσάντα του όλη μέρα γύρναγε κι έδινε στίχους και μοίραζε και στίχους, και
τού ‘κλεβαν και στίχους. Του τα παίρνανε για ένα πακέτο τσιγάρα. Έχει γράψει παρα-πάρα πολλά
τραγούδια, αλλά τα μισά μόνο έχουνε το όνομά του. Τον κλέβανε
πολλοί διάφοροι επιτήδειοι, δεν του γράφανε το όνομα κι αυτός δεν έκανε και
τίποτα, δεν τους κυνήγαγε >>.
Ο Τσάντας από μεράκι αλλά και για ανταγωνιστικούς λόγους
προσπαθούσε να λειτουργεί “μονοπωλιακά” στην στιχουργική “πιάτσα”. Ο Θόδωρος Δερβενιώτης
μου είπε χαρακτηριστικά πως η συνήθης φράση του Τσάντα ήταν: << Προκειμένου
να βγει η νεκροφόρα απ’ το δικό μου σπίτι, ας βγει απ’ το δικό τους...>>.
Ο Δερβενιώτης που πραγματοποίησε το συνθετικό ντεμπούτο πάνω σε στίχους του
Τσάντα, τονίζει πως ήταν παρών σε ορισμένες στιγμές “παραγγελιάς”: << Ερχόταν
κάποιος συνθέτης στου Μάριου και ζητούσε στίχους για ένα συγκεκριμένο θέμα. Ο
Βασιλειάδης έπιανε αμέσως μολύβι και χαρτί και είτε ολοκλήρωνε το τραγούδι
μέσα σε λίγη ώρα ή έκανε τον κατάλληλο σκελετό και το παρέδιδε την επομένη...
Μάλιστα όταν έδινε ένα τραγούδι σε κάποιον συνθέτη πήγαινε και το δήλωνε
αμέσως - πριν την ηχογράφησή του - στην ΑΕΠΙ για να δείξει την έντονη
δραστηριότητά του και ενδεχομένως να πάρει κάποια προκαταβολή>>.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι, εξετάζοντας το έργο του Τσάντα,
διαπιστώνει κανείς την υψηλή
ποιότητα και διαχρονικότητα του λόγου του. Όλα σχεδόν τα
τραγούδια του είναι ένα κι ένα. Έχουν εντελώς προσωπικό ύφος, γραφή, φαντασία
και “εικόνες” που ο χαρακτηρισμός “απέριττα” όσο κι αν ακούγεται τετριμμένος
είναι 100% αντιπροσωπευτικός. Η φράση “Μην
πετάξεις τίποτα” θα μπορούσε να συνοδεύει σαν υπότιτλος την
εργογραφία του.
Ο Τσάντας κατάφερνε με την τέχνη του να αναδεικνύει την μελωδία
και να εξευγενίζει ακόμα και τα πιο κοινότυπα θέματα. Δεν είναι τυχαίο ότι
στην θρυλική “τσάντα” του και το κύρος του στηρίχτηκαν κολοσσοί αλλά και
ταπεινές εταιρίες όπως οι Monte
Carlo, Rca-Victor, Polydisk, Fidelity, Philips, Polydor. Τα
μαθήματα στιχουργικής που παρέδωσε στους “απογόνους” του κράτησαν σε υψηλό
επίπεδο το στιχουργικό μέρος δισκογραφία του Ζαμπέτα στην δεκαετία του ΄70.
Πρόσφατα με την επιτυχία των “Απέναντι” επανήρθε στο προσκήνιο το υπέροχο “Το παρελθόν θυμήθηκα”
των Στράτου Καμενίδη και Τσάντα που είχε τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση η Άννα
Χρυσάφη στις αρχές του ΄60.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι είναι απαράδεκτο να μην
υπάρχει από μέρους των εταιριών μια κυκλοφορία που να συγκεντρώνει
τουλάχιστον τις μεγαλύτερες
επιτυχίες του προικισμένου στιχουργού. Ανάλογα σκέψεις πρέπει
να γίνουν και για την έκδοση ενός Ανθολόγιου με τα μέχρι στιγμής
“αναγνωρισμένα” τραγούδια του.
Σε μια εποχή που οι “μεγάλοι” ξεθωριάζουν από τις μεγαλόσχημες
κι ολοένα επαναλαμβανόμενες φανφάρες που εστιάζουν την αξία και την προσφορά
τους σε κούφια κοσμητικά επίθετα ενώ ταυτόχρονα γιγαντώνονται και
μεγεθύνονται σε ενοχλητικό κι επικίνδυνο βαθμό “μετριότητες” και “σκουπίδια”,
από τα βάθη μιας ταλαιπωρημένης “τσάντας”, ένας θησαυρός γεμάτος τραγούδια
περιμένει υπομονητικά, να βγει στην επιφάνεια...
Ο στίχος του Μάνου
Ελευθερίου που ακολουθεί - απόσπασμα από μια “συνομιλία” με
την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου - είναι ο ιδανικός επίλογος.
Στα περιβόλια τώρα μες τον Άδη
θά’ χεις συντροφιές και συντροφιές και του Τσάντα του Βασιλειάδη θα του λες πως κλείνονται οι δουλειές.
Ο επίλογος ανήκει στον ερευνητή Κώστα Χρηστίδη: << Μια
σχετικά πρόσφατη διαμάχη στα μουσικά μας πράγματα ξανάφερε το όνομα του
Χαράλαμπου Βασιλειάδη, του θρυλικού Τσάντα, στην επιφάνεια. Συζητώντας
καλόπιστα το θέμα με φίλους που νοιάζονται για το λαϊκό τραγούδι και τα
πρόσωπα που έγραψαν την ιστορία του, παρατηρήσαμε ότι έλειψαν οι φωνές
εκείνες που θα έπαιρναν το μέρος του Τσάντα τριαντα δύο χρόνια μετά τον
θάνατό του. Αξιολογώντας το έργο του Τσάντα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πέραν
της ευχέρειας που είχε στο γράψιμο - ο
αριθμός των τραγουδιών του πλησιάζει τα 1000 - ο Χαράλαμπος
Βασιλειάδης αναμόρφωσε στιχουργικά το λαϊκό μας τραγούδι. Βοήθησε συνθέτες,
τραγουδιστές, τραγουδίστριες που οι περισσότεροι εξ αυτών του το ανταπέδωσαν
με αχαριστία. Εξαιρώ του Γιώργο Ζαμπέτα και Στράτο Καμενίδη που τον
υπεραγαπούσαν.
Έζησε μια λιτή
ζωή στα προσφυγικά της Νέας Φιλαδέλφειας. Έμενε
Αδριανουπόλεως και Σαρδέων γωνία, απέναντι από το γήπεδο του Ιωνικού. Έντιμος
υπέρ το δέον. Δεν φρόντισε να επωφεληθεί ούτε από την συγγένεια του με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο,
ο οποίος σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί με την αδελφή του Τσάντα το 1943. Σε
κάποια τραγούδια του χρησιμοποίησε το επίθετο “Ταμβάκης”, πατρικό
όνομα της συζύγου του Άννας. Πέθανε πάμφτωχος το 1970. Από το περιοδικό
“Μοντέρνο Τραγούδι” του Κώστα Μάνεση πληροφορηθήκαμε το τέλος του. Επίσης ο
Άγγελος Μηλιάδης έγραψε στην Βραδυνή την 19-5-1970: Τελείωση η αγωνία του
Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Θεωρούμε απαράδεκτη την τακτική των δισκογραφικών
εταιριών, να μην εκδώσουν ούτε ένα αφιέρωμα στο έργο του .
Η ζωή απέδειξε ότι τα τραγούδια του Χαράλαμπου Βασιλειάδη θα
τραγουδιούνται στον αιώνα τον άπαντα θυμίζοντάς μας πόσο μεγάλο κεφάλαιο
υπήρξε για το ελληνικό τραγούδι >>.
Φωτογραφίες:
Νο2: Ο Κώστας Βίρβος με τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη στο θρυλικό Μπαράκι του Μάριου στην οδό Ίωνος. (Από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, Ρεμπέτικα Τραγούδια, εκδόσεις Κέδρος) Νο3: Ο Στέλιος Καζαντζίδης ερμήνευσε αρκετά και σημαδιακά τραγούδια που φέραν τη σφραγίδα του Τσάντα Νο4: Ο Γιάννης Παπαϊωάννου μελοποίησε στίχους του Τσάντα με αποτέλεσμα τραγούδια που έκαναν πάταγο στην εποχή τους και παραμένουν διαχρονικά. Νο5: Ζαμπέτας-Τσάντας: δίδυμο μεγάλων επιτυχιών.
Δημοσιεύτηκε στην Ιστορία του ΛαΊκού Τραγουδιού του Κώστα
Μπαλαχούτη (εκδόσεις Victory )
|
Παραπονεμένα λόγια... τα τραγούδια τους
Σ.
ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Στις 16 Μάη του 1970 «έφυγε» από τη ζωή ο Xαράλαμπος Βασιλειάδης, ένας
από τους πρώτους μεγάλους επαγγελματίες στιχουργούς. Του κόλλησαν το
παρατσούκλι «τσάντας», γιατί
κυκλοφορούσε πάντα με μια τσάντα γεμάτη στίχους, που τις περισσότερες φορές
τους πουλούσε.
«Ιωνος μέσα στο
στενό στο Μάριο το Συριανό η Ευτυχία μας η «Γρηά» πουλούσε στίχους μπιρ παρά/
Να κι ο «Κοριός» με τον Πετσά και το Νταράλα το Λουκά, ο Χατζηχρήστος ο
«γλυκός» κι ο Δερβενιώτης ο «χοντρός»/ ο Χιώτης ο Μανώλης ο «Γκραν
Αριστοκράτης»/ μαζί κι η Μαίρη Λίντα με τα γουναρικά της, ο Τόλιος ο Καλδάρας
καθόταν στη γωνία τον πήρε το μπουζούκι απ' τη Γεωπονία/ «Τσάντας ο Λόγιας»
πάντα εδώ, Βασιλειάδης το σωστό/ ο Λαύκας και ο «Μπιρ - Αλλάχ» κι η όμορφη
«Χανούμ Σεβάχ»...
Οι στίχοι του Κώστα Βίρβου που μελοποιήθηκαν από τον Γιάννη Μαρκόπουλο και περιλαμβάνονται στον
κύκλο τραγουδιών του «Παιχνίδι με το χρόνο» και ερμηνευτή τον Λεωνίδα Βελλή,
περιγράφουν με γλαφυρότητα μια εικόνα βγαλμένη από το ρεμπέτικο καφενείο του
Μάριου. Από το 1946 που πρωτολειτούργησε μέχρι το 1962 που έκλεισε, το μπαράκι
του «Μάριου» ήταν το καθημερινό στέκι των επώνυμων του ρεμπέτικου, του γνήσιου
λαϊκού τραγουδιού. Δίπλα ακριβώς υπήρξε κι άλλο στέκι, του Γιάννη Χαριτόπουλου
όπου σύχναζαν οι ανώνυμοι ή τα «δεύτερα» και «τρίτα» ονόματα του ρεμπέτικου ή
ακόμη όσοι δε χωρούσαν στου «Μάριου», όπου σχεδόν κάθε μέρα, μετά το μεσημέρι,
υπήρχε πολύ στριμωξίδι και γινόταν μεγάλη φασαρία. Εκεί άκουσαν τα τραγούδια
τους, για πρώτη φορά, ο Μάρκος,
ο Στράτος, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Καλδάρας, ο Μητσάκης, ο Βίρβος και δεκάδες
δημιουργοί και τραγουδιστές.
Εκεί, λοιπόν, και δύο φιγούρες με κοινή μοίρα. Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Μπιρ παρά
Χαράλαμπος Βασιλειάδης - «Τσάντας»
|
«Το μαγαζί δεξιά κι αριστερά» - έχει πει στον Πάνο Γεραμάνη, ο Κώστας Βίρβος - «είχε
καμιά 15αριά τραπεζάκια. Εγώ πήγαινα κάθε πρωί κι είχα δικό μου τραπέζι. Το
πρώτο δεξιά στην πόρτα. Ερχόταν και καθόταν πλάι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Ηθελε να βλέπει τους πελάτες της (τους συνθέτες δηλαδή που τους πουλούσε
στίχους). Ηταν πανέξυπνη, πνευματώδης, αλλά και πολύ υπερβολική. Μια φορά μας
έλεγε ότι οι στίχοι στο τραγούδι "Γαρύφαλλο στ' αυτί" ήταν δικοί της.
Οταν το πληροφορήθηκε ο πραγματικός στιχουργός του τραγουδιού, ο συγγραφέας
Αλέκος Σακελλάριος, της ζήτησε εξηγήσεις και εκείνη δικαιολογήθηκε ότι έκανε
πλάκα. Ομως, η Ευτυχία ήταν μεγάλη στιχουργός. Είχε συνεχώς εμπνεύσεις. Ο άλλος
στιχουργός, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή "Τσάντας", ήταν περαστικός από
του "Μάριου". Είχε ως μόνιμο στέκι του το διπλανό μπαράκι του μπάρμπα
- Γιάννη».
Η ζωή της Ε. Παπαγιαννοπούλου υπήρξε πολυτάραχη,
γεμάτη βάσανα και πάθη... Η μοναδική, δίχως δόλο, συμπεριφορά της στο άγριο
παζάρι της καθημερινής συναλλαγής και οι οικονομικές ανάγκες που της
δημιουργούσαν οι «διαφυγές», στις οποίες κατέφευγε για να ξεχνάει την πικρή ζωή
της, είχαν ως αποτέλεσμα τα τραγούδια της να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης
και οικειοποίησης από το ίδιο το σινάφι της. Είναι γνωστό ότι, όπως κι ο
Χαράλαμπος Βασιλειάδης (Τσάντας), πουλούσε τα τραγούδια της για ελάχιστα
χρήματα, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί.
Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι το «Δυο πόρτες έχει η
ζωή», σε μουσική κι ερμηνεία Στέλιου Καζαντζίδη, το πούλησε έναντι 250 δραχμών. Ο λαϊκός βάρδος
είχε παραδεχτεί αργότερα δημοσίως ότι οι στίχοι του τραγουδιού ανήκαν στην Ε. Παπαγιαννοπούλου.
Δε συνέβη, όμως, το ίδιο με άλλους δημιουργούς. Οταν η στιχουργός σε
συνεντεύξεις της διεκδίκησε την πατρότητα των στίχων για τα «Καβουράκια», ο
Βασίλης Τσιτσάνης βγήκε να τη διαψεύσει, αναφέροντας ότι ύστερα από παραγγελία
του, του είχε πάει απλώς ένα προσχέδιο, το οποίο ο συνθέτης το άλλαξε...
Πάντως, η ίδια δεν πρόλαβε να δει το όνομά της τυπωμένο δίπλα από τον τίτλο των
τραγουδιών της...
«Τσάντας ο Λόγιας»
Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης γεννήθηκε - σύμφωνα με
πληροφορίες - στο Τσανάκ Καλέ το 1902 και ήρθε στην Ελλάδα με τα πρώτα
προσφυγικά κύματα. Μορφωμένος και γλωσσομαθής, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κώστα
Βίρβου μιλούσε τέσσερις γλώσσες, ο Βασιλειάδης εργάστηκε για ένα διάστημα στο
υπουργείο Ναυτικών, το οποίο άφησε μόλις τον κέρδισε η Στιχουργική, για χάρη
της οποίας εγκατέλειψε και κάθε άλλη επαγγελματική απασχόληση.
Η πρώτη επίσημη δισκογραφική του παρουσία
χρονολογείται το Δεκέμβρη του 1946, ωστόσο είχε κιόλας ξεχωρίσει προπολεμικά με
το «Μπρος στον Αγιο Σπυρίδωνα», που έγινε μεγάλη επιτυχία με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου.
Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης έμεινε γνωστός στην ιστορία
του λαϊκού τραγουδιού, ως «Τσάντας ο
Λόγιας», παρατσούκλι που του «κόλλησε» ο, και μεγάλος χιουμορίστας, Στράτος Παγιουμτζής,
καθώς ο Βασιλειάδης γύριζε στα στέκια των μουσικών στην οδό Ιωνος με ένα
χαρτοφύλακα γεμάτο στίχους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες όλων, ο «Τσάντας» είχε
εκπληκτική ευχέρεια στο γράψιμο, ενώ ιδιαίτερα παραστατικός για τον τρόπο που
έγραφε ήταν ο Γιώργος
Ζαμπέτας: «Ητανε πολύ δυνατός, του έλεγες
τι θέλεις περίπου, πέντε λέξεις και αμέσως, τάκα - τάκα, το έφτιαχνε»...
Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο της Στιχουργικής του
«Τσάντα» είναι ότι μπορούσε να κάνει τραγούδια ακόμα και τα πιο κοινότοπα
θέματα, ενώ με τη Στιχουργική του αναδείκνυε τη μελωδία. Θα πρέπει, βεβαίως, να
σημειωθεί ότι υπάρχουν και αρκετά τραγούδια, τα οποία έγραψε ο Βασιλειάδης,
ωστόσο για δικούς του λόγους τα χάρισε, κάμποσες φορές μόνο και μόνο για να
ακουστούν...
Ο «Τσάντας» συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους
συνθέτες και ερμηνευτές, στους οποίους «έδωσε» αριστουργηματικά τραγούδια:
«Σκαλί καλέ μου σκαλί», «Φέρτε μια κούπα με κρασί», «Η άμαξα μες στη βροχή»,
«Γλάροι», «Σιγανοψιχάλισμα» κ.α.
Ιστορική υπήρξε η μεταπολεμική συνεργασία του «Τσάντα»
με τον Γιάννη Παπαϊωάννου,
με τραγούδια όπως το «Πριν το χάραμα», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Απ' της Ζέας
το λιμάνι», ενώ από τα μισά της δεκαετίας του '50 έως το τέλος της ζωής του ο
«Τσάντας» συνεργάστηκε με τον Γιώργο Ζαμπέτα («Ηρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια
σου», «Ο πιο καλός ο μαθητής», «Τα δειλινά», «Πάει πάει», «Πού 'σαι Θανάση»).
Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης έζησε μιαν ιδιαίτερα λιτή ζωή
στη Νέα Φιλαδέλφεια και πέθανε πάμπτωχος και αγνοημένος, παρότι πάνω στους
στίχους του είχαν στηριχτεί μεγάλες και μικρές εταιρείες, στις 16 Μάη του 1970.
Μεγάλος αγνοημένος
Πιο άτυχος ακόμη ο γνωστός επίσης Μικρασιάτης μουσικός
Γιάννης Ετσιρείδης
ή Ιντζιρίδης, ή Γιοβάν Τσαούς,
φυσιογνωμία του λαϊκού τραγουδιού την περίοδο 1923 - 1940. Φημισμένος σ' όλη τη
Μικρά Ασία, σε σημείο να τον καλεί ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ να παίξει στα
χαρέμια του μαζί με έναν τραγουδιστή ονόματι Μπουχράν. Μάλιστα, είναι
χαρακτηριστικό ότι από όλους όσοι έπαιζαν στο σεράι του Χαμίτ, οι μόνοι που δεν
ευνουχήθηκαν ήταν ο Μπουχράν, ένας άλλος τυχερός, ονόματι Ζουρναλή Μεμέτ και ο
Γιοβάν Τσαούς. «Χαλάλι τους», έλεγε ο Χαμίτ. Ενώ, λοιπόν, όλα πήγαιναν καλά,
έρχεται η μικρασιατική τραγωδία και ο Γιοβάν βρέθηκε από τα παλάτια του Χαμίτ
στα προσφυγικά υπόστεγα του Πειραιά. Στην Ελλάδα, δε ζούσε από τη δουλειά του
μουσικού αλλά έκανε το ράφτη, με βοηθό τη γυναίκα του. Κι όμως ήταν
ταλαντούχος. Επαιζε ταμπουρά, βιολί, σάζι, ούτι, μπουζούκι, ταμπούρ αλλά και
πιάνο, ενώ έγραφε κι έπαιζε για το κέφι του. Πολύ λίγα τραγούδια βγήκαν στ'
όνομά του, ενώ άλλα του τα κλέβανε, όπως λέει ο Τάσος Σχορέλης αλλά και άλλοι
συνάδελφοί του που ήξεραν τα πράγματα από πρώτο χέρι. Ολοι οι παλαιοί μουσικοί
παραδέχονται ότι δεν ήταν μόνο ένας από τους καλύτερους μουσικούς και συνθέτες
της εποχής του, αλλά και ένας μεγάλος αγνοημένος.
Ο Τσαούς φέρεται να έχει ηχογραφήσει μόνο 12 δικά του
τραγούδια με τις φωνές του Αντώνη Καλυβόπουλου και του Στελλάκη Περπινιάδη. Ανάμεσα σε αυτά γνωστότερο είναι ίσως το «Πέντε
μάγκες στον Περαία», τραγούδι με πρωτόγνωρα για το ρεμπέτικο
σουίνγκ στοιχεία. Τα υπόλοιπα τραγούδια του Γιοβάν Τσαούς είναι τα «Βλάμισσα»,
«Διαμάντω
αλανιάρα», «Γιοβάν Τσαούς», «Γελασμένος»,
«Παραπονιούνται
οι μάγκες», «Κατάδικος», «Μάγκισσα»,
«Σε
μια μικρούλα», «Η Ελένη η ζωντοχήρα», «Ο
πρεζάκιας» και το δημοτικοφανές «Δροσάτη Πελοπόννησος».
Λέγεται ότι τους στίχους κάποιων τραγουδιών του δεν τους έγραφε ο ίδιος, αλλά η
γυναίκα του Αικατερίνη Χαρμουτζή.
ΠΗΓΗ:εφημ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 23-5-2010
ΑΠΟ http://spoudasterion.pblogs.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου